Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

36η Συνέχεια


Το πρωί την ξύπνησε το φως που μπήκε από τις χαραμάδες του πατζουριού , αχτίδες φωτεινές , χέρια θαρρείς που την χάιδεψαν στοργικά  και παιχνιδιάρικα συγχρόνως τα μαλλιά και το πρόσωπο.
Μισάνοιξε τα μάτια και προσπάθησε να βάλει τον εαυτό της στο χώρο… μα βέβαια..  ήταν στη Κρήτη!
Σηκώθηκε με βιασύνη από το κρεβάτι της και χαμογέλασε με τη σκέψη ότι τα 80 της χρόνια δεν της στέρησαν τη νεαρή Λενιώ που υπήρχε ακόμα μέσα της. Άπλωσε το χέρι στη πλεκτή χειροποίητη κουρτίνα σίγουρα πλεγμένη με αγάπη από τα χεράκια της μάνας Ιουλίας . Την τράβηξε με σεβασμό κα τρυφερότητα και άνοιξε το μάνταλο από τα πατζούρια. Το φως του πρωινού ανάκατο με τα αρώματα των βοτάνων και τα τιτιβίσματα από τις σιταρήθρες ξεχύθηκαν ολόγυρα και την γέμισαν ζωή. Και τότε σκέφτηκε ..στο δικό της χωριό στο παλιό χτιστό παλίοσπιτο της μάνας της το ίδιο ένοιωθε βλέποντας το κήπο της και ανασαίνοντας το καθαρό αέρα της φύσης κάθε πρωινό . Στην Αθήνα όλα αυτά τα είχε ξεχάσει , θυμόταν  πόσο δύσκολα προσαρμόστηκε ξανά με τα καυσαέρια και το θόρυβο των αυτοκινήτων. Χαλάλι όμως όλα για τη Χαρά της!
Το αυτί της έπιασε σιγανούς θορύβους από τη κουζίνα, έβαλε τη ρόμπα της και βγήκε από το δωμάτιο ακλουθώντας  το τραγουδιστό μουρμούρισμα της Στεφανίας.
-Γιατί σηκωθήκατε τόσο πρωί κυρία Λενιώ, είπαμε να κάνετε κάτι σαν.. μίνι διακοπές εδώ, εγώ θα φρόντιζα για όλα!
-Καλό μου κορίτσι , είμαι κάπου που με ευχαριστεί που γεμίζει τη ψυχή μου με αναμνήσεις , συγκίνηση και παλιές  αγαπημένες παρουσίες. Τι σημασία έχει που.. έφυγαν , για μένα ζουν πρώτα στη ψυχή μου και μετά σε κάθε αντικείμενο αυτού του σπιτικού. Θα τα πούμε καλή μου.. θα τα πούμε σίγουρα.. θα περάσουμε όπως φαίνεται πολύ καιρό μαζί εσύ κι εγώ.
 Βγήκε στο κήπο, λυπήθηκε με την εγκατάλειψη του όμως κάποια λουλούδια κόντρα σε όλα και με πείσμα δήλωναν την παρουσία τους και την αντίσταση τους στην έλλειψη κάποιας φροντίδας. Κάποια γιαγιά σαν κι αυτή όμως γερμένη από τις συνθήκες της ζωής πέρασε από το μικρό δρομάκι και την χαιρέτησε κουνώντας το χέρι της.  Η γάτα που καθόταν χθες στο περβάζι κατέβηκε νωχελικά και τρίφτηκε στα πόδια της καλωσορίζοντας την λες και γύρισε ο νοικοκύρης που έλειπε χρόνια. Η Λενιώ την χάιδεψε και σκέφτηκε ότι σίγουρα κάτι θα έβρισκε από αυτά που αγόρασε η Στεφανία να της δώσει να φάει. Την ίδια στιγμή η χαμογελαστή κοπέλα ξεπρόβαλε κρατώντας στα χέρια ένα γεμάτο δίσκο με πρωινό και φρέσκο μυρωδάτο καφέ. Με συγκίνησε παρατήρησε η Λενιώ τον ίδιο δίσκο και τα ίδια φλιτζάνια που την τρατάρισε τότε η μάνα  Ιουλία Η κοπέλα πανέξυπνη πρόσεξε που στυλώθηκε η ματιά της και πρόλαβε να πει:
-Βρήκα τα πάντα στα ντουλάπια σε κουτιά. Φαίνεται ότι η προηγούμενη ένοικος τα είχε μαζέψει προσεκτικά σ’ αυτά να μη σπάσουν.
Απόλαυσαν το πρωινό τους , ο καφές όπως τον έπινε, το ψωμί και το τυρί με τη ντομάτα μικρά κομμάτια δίπλα εικόνες που τις είχε ξαναπεράσει . Σε ένα πανεράκι μικρά κρητικά σκαλτσούνια που φαίνεται ότι τα είχε αδυναμία η Στεφανία γιατί γελώντας τα έτρωγε το ένα μετά το άλλο.
Συνέχισαν με κουβεντούλα εκεί καθισμένες στο πέτρινο χτιστό μιντέρι, η Στεφανία ήξερε να ..ακούει και η Λενιώ κόντρα στον χαρακτήρα της ήθελε να μιλήσει.  Το ένα έφερνε το άλλο σαν το νερό που κυλάει , σαν την ανάγκη   που την πίεζε  να βγάλει από μέσα της όσα είχε διπλοκλειδώσει τόσα χρόνια.
Παράξενο πόσες αλήθειες μπορείς να πεις σε μία άγνωστη εσώψυχα , πόσα βάρη να ξεφορτώσεις από μέσα σου . Λες και την γνώριζε μια ζωή.. λες και η Μαίρη ξανακάθισε δίπλα της στο παγκάκι της κλινικής που δούλευαν. Είναι να μην ανοίξεις το φράγμα που έχτισες η ίδια για να συγκρατήσεις το ποτάμι.. Βγήκε από μέσα της ο πόνος για τη μάνα που την γέννησε, για τα στερημένα χρόνια, για την ελπίδα που ξεπήδησε σαν πηγή στα χέρια του παπά Μανώλη και της Ιουλίας. Ο αγώνας της να σπουδάσει, να μην φανεί αγνώμων σε όσα της προσέφεραν . Ξεπήδησε και ο ερωτικός καημός, ο ανεκπλήρωτος πόθος, το όνειρο που έσβησε πριν καλά καλά το χαρεί.
 Ήρθε η μορφή του Νίκου μπροστά της και ένοιωσε το δάκρυ να κυλάει, άραγε πως θα ήταν αν.. αν.. εκείνο το παιδί δεν πέθαινε.. ή αν εκείνη δεν τον άφηνε να φύγει.. ή αν πάλι εκείνος της έλεγε:
-Εσένα αγαπώ, δεν χρειαζόμαστε δικό μας παιδί μπορούμε να μεγαλώσουμε ένα και να το κάνουμε δικό μας. Μη φεύγεις, η ζωή μου είναι άδεια χωρίς εσένα..
Πόσες φορές η Λενιώ δεν κοιμήθηκε με αυτό το όνειρο,  το φτιαχτό , σαν σκηνή από ταινία με πρωταγωνιστές εκείνους τους δύο.
-Σχώρα με Θεέ μου, δεν ήταν γραφτό, το θέλημα σου ήταν να μεγαλώσω τη Χαρά, να γίνω μάνα σε κάποιο παιδί που θα πετιόταν σε ένα ίδρυμα ίσως.
- Δεν έχουν σημασία όσα προσπερνάς στο δρόμο σου Στεφανία μου, οι στάσεις που δεν κάνεις, τα λεωφορεία που δεν προλαβαίνεις να ανέβεις,  τα πρόσωπα που δεν κρατάς δίπλα σου. Τη διαφορά την κάνει ο τρόπος που τα ζεις όλα αυτά , οι επιλογές που διαλέγεις τις δύσκολες στιγμές, όσα κρατάς στο γέρμα της ζωής μέσα σου!
Η Στεφανία δεν είπε οτιδήποτε, διακριτικά την άφησε να εναποθέσει όλα όσα ήθελε ίσως να..  ξαναπεί στον εαυτό της τον ίδιο. Ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει κάποιο φορτίο σκέφτηκε, ο δρόμος της ζωής είναι γεμάτος από αυτά.  Την  άκουγε χωρίς να κρίνει ή να ρωτάει περισσότερα από όσα ήθελε να της πει και μόνο κάποια στιγμή τόλμησε να απλώσει το χέρι και να βάλει στη χούφτα της το δικό της . Όταν κατάλαβε ότι οι στιγμές αυτές πέρασαν σηκώθηκε , την αγκάλιασε σιωπηλά σαν να την έλεγε ότι θα ήταν εκεί, πάντα δίπλα της και σηκώνοντας το δίσκο την άφησε μόνη να καταλαγιάσει ήρεμα το πάθος της ψυχής της .
Μόλις έφυγε η ζέστη του μεσημεριού πήραν το δρόμο για τους τάφους των « γονιών »της όπως έλεγε με ειλικρίνεια η Λενιώ.  Στο δρόμο κοίταζε με έκπληξη πόσο είχε αλλάξει το μικρό αυτό ορεινό χωριουδάκι που διαφέντευε από ψηλά και είχε σαν πιάτο μπροστά του να θαυμάζει τη θάλασσα του Λυβικού πελάγους. Υπήρχαν τώρα μικρά μαγαζιά, σπίτια κτισμένα με σύγχρονο τρόπο διατήρησης την αρχιτεκτονικής Κρητικής παράδοσης. Η εκκλησία νέα, μεγαλύτερη, η πλατεία που δεν υπήρχε τότε μάζευε τους λίγους σχετικά κατοίκους . Μία χτιστή βρύση με πέτρινα παγκάκια για όσους ήθελαν να ξαποστάσουν ή να περάσουν την ώρα τους με κουβεντούλα. Δυο παππούδες είχαν μπροστά τους ένα τάβλι και έριχναν τα ζάρια με δύναμη σαν μπαταρίες στον αέρα να αντηχούν και να τους θυμίζουν τα νιάτα τους. Κάποιες γιαγιάδες κουβέντιαζαν όρθιες κρατώντας στα χέρια το πρωινό φρέσκο ψωμί του φούρνου.
Η Στεφανία μπόρεσε να βρει σε κάποιο μπακάλικο με την  ταμπέλα ..«Σούπερ Μάρκετ» κεριά και λίγα απαραίτητα για το προσκυνάμε όσο για λουλούδια.. κουτσούλισε όπως είπε γελώντας   μία μία τις γλάστρες και τα παρτέρια που βρήκε μπροστά της.
Ρωτώντας φθάσανε στο κοιμητήριο και η Λενιώ παρόλα τα χρόνια μπόρεσε να θυμηθεί το μέρος που έθαψε το λατρεμένο της ζευγάρι. Ο τάφος εγκαταλελειμμένος, το καντήλι σβηστό, το ξύλινο καγκελωτό  ολόγυρα σχεδόν ετοιμόρροπο. Κάπου στη μικρή μαρμάρινη κεφαλή του τάφου μια ξεθωριασμένη φωτογραφία των δυο τους.
Η Λενιώ στάθηκε ακίνητη, άβουλη σχεδόν να τους κοιτάζει, δεν θυμόταν παρά ελάχιστα από την ημέρα που τους αποχαιρέτησε σ’ αυτό το μέρος. Ένοιωσε ένοχη για την εγκατάλειψη, για όσα άφησε πίσω της φεύγοντας να σωθεί στο δικό της χωριό από το σπαραγμό που της άφησε ο Νίκος .
Η Στεφανία σαν τη μέλισσα ενώ συγχρόνως της μιλούσε ασταμάτητα  τακτοποίησε σε χρόνο ρεκόρ όλα όσα έκαναν το μνήμα να φαίνεται αξιοπρεπές από τη παρουσία της ανθρώπινης φροντίδας.
-Αυτό το ζευγάρι κορίτσι μου άλλαξε όλη τη ζωή μου, ποιος ξέρει που θα βρισκόμουν και τι θα ήμουν σήμερα αν δεν είχαν απλώσει το χέρι και την αγάπη τους επάνω μου. Χίλιες μετάνοιες να τους κάνω δεν μπορώ να ξεπληρώσω την οφειλή μου και πονώ μέσα μου γιατί δεν μπόρεσα να τους δώσω στα στερνά τους  τη φροντίδα μου.
-Κυρία Λενιώ, πιστεύω στο Θεό, πιστεύω ότι τα πάντα έχουν το λόγο τους που γίνονται στη ζωή μας και τα καλά και τα άσχημα. Τους αγαπήσατε, τους ονομάσατε στη ψυχή σας μάνα και πατέρα. Αυτό είμαι σίγουρη ότι το ένοιωσαν ακόμη και την  ώρα που παρέδιδαν το πνεύμα τους.
Η Λενιώ δάκρυσε από τα λόγια της μικρής , αν ήξερε.. αν ήξερε το μεγάλο μυστικό της ζωής της θα έλεγε σίγουρα ότι αυτός ήταν ο προορισμός της.. να ανταποδώσει τα ίδια σε ένα άλλο πλάσμα. Έμεινε αρκετή ώρα εκεί, σιωπηλά ενώ μέσα της έκαμνε στον Παπά Μανώλη την εξομολόγηση της. Από τότε που τον έχασε, από τότε που επωμίστηκα το μυστικό της ζωής της δεν είχε εξομολογηθεί ποτέ πια σε άλλο πνευματικό .. δεν τολμούσε να πει σε άλλον την αλήθεια  . Στην ουσία δεν ήθελε να το πει, ήθελε να ξεχάσει και η ίδια ότι η Χαρά δεν ήταν δικό της παιδί και ότι κάπου.. σε κάποια γωνιά της γης ζούσε η πραγματική της μάνα .
 Όταν πριν χρόνια σαν παραμύθι αποκάλυψε στη Χαρά το γεγονός έτρεμε από τότε κάθε λεπτό μήπως κάποια στιγμή ανοίξει η πόρτα και δει την Ελπίδα μπροστά της. Έτρεμε μήπως και η Χαρά μάθει με κάποιο τρόπο ότι η πραγματική μητέρα της ζει και την φέρει πίσω ψάχνοντας γη και ουρανό με τη λαχτάρα να τη γνωρίσει. Εκείνος ο πόνος στη καρδιά της γύρισε δυνατός, κλονίστηκε όμως το χέρι της Στεφανίας την συγκράτησε και την τράβηξε κοντά της.
-Αρκετά κυρία Λενιώ μου, φεύγουμε, οι νεκροί δεν βρίσκονται εδώ παρά μόνο στη καρδιά μας και είναι τότε ζωντανοί.
Πήραν το δρόμο για τη πλατεία , κόντευε μεσημέρι και η Στεφανία την τράβηξε σε ένα γραφικό μαγαζάκι με κρητικές λιχουδιές που γέμιζαν τον αέρα με τα μοσχοβολιά τους.
-Φάε εσύ κορίτσι μου, δεν πεινάω..
-Πως δεν πεινάτε; Πεινάτε και δεν το ξέρετε και θα το δείτε αμέσως μάλιστα καθώς θα τρώτε τα μεζεδάκια και θα πίνετε και το χάπι σας.
Τελικά σκέφτηκε η Λενιώ ήταν το πιο γλυκό κορίτσι που είχε συναντήσει μετά τη.. Μαίρη.. τόση ήταν κι εκείνη όταν την γνώρισε!
Κύλησαν δύο μέρες με τη ευχάριστη συντροφιά  της και την ..οδήγηση της,  παρέα με το χάρτη σε όλα τα γύρω μέρη. Όσες αντιρρήσεις και να της έφερνε η Λενιώ εκείνη κατάφερνε με χαμόγελο να τις ξεπερνάει, μέχρι το ιατρικό κέντρο την πήγε για έλεγχο. Η Χαρά επικοινωνούσε μαζί τους κάθε μέρα και άλλες τόσες με τη Στεφανία όπως κατάλαβε. Την τελευταία μέρα την πήγε ακόμα μια φορά στο τάφο του ζεύγους και η Λενιώ είδε με έκπληξη το καντήλι αναμμένο και το ξύλινο περβάζι ολοκαίνουργιο.
-Μη μου στεναχωριέστε πια κυρία Λενιώ, όλα τα τακτοποίησα με κάποιο από εδώ το χωριό. Η κυρία Χαρά μου έδωσε το ελεύθερο να το κάνω , από εδώ και πέρα τουλάχιστον για 2 χρόνια που πλήρωσα το καντήλι και ο τάφος θα είναι όπως ακριβώς τώρα.
Το απόγευμα πετούσαν για Αθήνα και εκεί τους περίμενε η Χαρά με μία αγκαλιά ορθάνοιχτη και τόσο σφιχτή που δεν μπορούσε η  Λενιώ να αναπνεύσει. Σε όλη τη διαδρομή τους έκανε αμέτρητες ερωτήσεις και ευτυχώς για τη Λενιώ υπήρχε η Στεφανία πάντα πρόθυμη να απαντήσει.
 Η κοπέλα  εγκαταστάθηκα στο διπλανό της δωμάτιο και οι ημέρες της ηλικιωμένης πια γυναίκας έγιναν διαφορετικές αφού δεν την άφηνε στιγμή μόνη.
Η Χαρά είχε ανεβάσει τη δουλειά σε μία κερδοφόρα επιχείρηση, το όνομα των σκευασμάτων τους έγινε γνωστό και τα οικονομικά τους έγιναν πλέον άνετα  που την επέτρεπαν να έχει βοήθεια στο σπίτι και στη δουλειά της. Είχε προσλάβει κάποια άτομα στη συσκευασία και τη γραμματεία και εκείνη ανέλαβε το τομέα της σύνθεσης και  ελέγχου . Ξαφνικά κάποια μέρα ήρθε ένα μέιλ στον υπολογιστή της που της άνοιξε άλλους ορίζοντες και άλλες απροσδόκητες φάσεις στη ζωή της. Η μοίρα είναι λένε είναι  ένα μονοπάτι που δεν μπορείς να ξεφύγεις, όσα μικρά δρομάκια και να πάρεις για να βγεις από αυτή πάλι σε γυρνούν πίσω στο δρόμο που χαράχτηκε για σένα.
Κρατώντας το τυπωμένο μήνυμα στο χέρι της το βραδάκι γυρίζοντας από τη δουλειά όρμησε στο δωμάτιο της Λενιώς  γεμάτη ενθουσιασμό σχεδόν παιδιάστικο.
-Μανούλα μου το φαντάζεσαι; Μία τεράστια δύναμη στο κόσμο των καλλυντικό ενδιαφέρθηκε για μας, για τα δικά μας προσόντα. Μου ζητούν να πάω στο πρόεδρο της εταιρία  για να συζητήσουμε :
« Πιθανές συνθήκες συνεργασίας που σας φελούν..» γράφει!!!!!
-Ότι είναι για καλό σου κορίτσι μου απλά να προσέχεις, είσαι νέα, άξια, έξυπνη μα και είσαι και τόσο καλή που δεν βλέπεις τις προθέσεις των άλλων.
-Κοίτα ποια μιλάει τώρα.., απάντησε γελώντας η Χαρά, μη στεναχωριέσαι δεν είμαι τόσο αφελής πια στις δουλειές, τόσο καιρό παλεύω με επιχειρηματίες που όταν με πλησιάζουν ελπίζουν ότι θα με πιάσουν κορόιδο!
-Μακάρι παιδί μου, μακάρι..
………………………………………………………………………………….....
Η Χαρά είχε πράγματι μπει το τελευταίο καιρό στο πνεύμα των επιχειρήσεων. Πάλεψε αυτό το χρόνο να φτιάξει  αυτή τη μικρή βιοτεχνία και απέκτησε έτσι με παθήματα και ..μαθήματα  μία θωράκιση στον εαυτό της απέναντι σε όλα. Οι βάσεις που της έδωσε η Λενιώ μπήκαν θεμέλιο στη ψυχή της μα όλα τα άλλα τα πέτυχε με σκληρή δουλειά και όνειρα που την πλημμύριζαν και την έκαμναν να βλέπει μπροστά και μόνο μπροστά. Ναι.. το παραδεχόταν , ήταν γεμάτη φιλοδοξίες και όνειρα   και συγχρόνως στα 24 της χρόνια ήταν περήφανη για όσα κατάφερε. Βέβαια ήταν ευγνώμων στη Λενιώ, στη μάνα Λενιώ , καμία αποκάλυψη δεν θα μπορούσε να αλλάξει αυτό που ένοιωθε για εκείνη. Την θυμάται πάντα γλυκιά και σταθερή δίπλα της , να ξαγρυπνάει, να μοχθεί για το καλό της.  Η αποκάλυψη της Μαίρης ότι η πραγματική μητέρα της την εγκατέλειψε χωρίς καν να θελήσει να την κρατήσει έστω και μία μοναδική φορά στην αγκαλιά της την έκανε να βάλει ταφόπετρα  σ’ αυτό το θέμα. Ίσως ζούσε κάπου ανέμελα τη ζωή της , ίσως εκείνη τη μέρα που την εγκατέλειψε δεν υπήρχε καν στη μνήμη της. Της ήταν αδιάφορο και κράτησε μέσα της μόνο την απέραντη αγάπη σε αυτήν που πήρε τη θέση της αγόγγυστα αλλάζοντας τη δική της ζωή . Η Λενιώ ήταν η μάνα της.. τελεία και παύλα!
 Ο έρωτας δεν είχε έρθει ακόμα μέσα της, συντρόφους απέκτησε.. έρωτα όμως.. αυτό που σε κάνει να έχεις πάντα τη σκέψη κάποιου  στο μυαλό σου.. όχι.. δεν είχε έρθει ακόμη. Τα βράδια όταν γύριζε σπίτι και ξάπλωνε στο κρεβάτι της σκεφτόταν ότι θα ήθελε μία αγκαλιά να βυθιστεί μέσα της όχι για να της κάνει έρωτα αλλά για να εναποθέσει επάνω της  όλα όσα ήθελε να πει . Τον έρωτα τον φανταζόταν σαν κάτι μαγικό, μοναδικό , κάτι που θα κάλυπτε το κάθε κενό που ένιωθε ότι είχε ση ζωή της. Δεν του έδινε χρώμα και μορφή , του έδινε μόνο δυνάμεις παραμυθένιες, ο λευκός της πρίγκιπας, ο Τριστάνδος  , ο Ρωμαίος της. Κατέληγε να γελάει με τις σκέψεις της και στο τέλος έλεγε στον εαυτό της:
- Χαρά σε βλέπω στο ράφι, με τις κρέμες και τα ματζούνια σου!. Η Λενιώ δεν μπορούσε να καλύψει το κενό αυτό που είχα, ήταν μεγάλη πια και ίσως  δεν θα τα καταλάβαινε τις σκέψεις της άλλωστε δεν θα ήθελε για τίποτε στο κόσμο να την προβληματίσει.


2 σχόλια:

  1. Ωχ Παναγια μου! Γιατι νομιζω οτι προμηνυεται θυελλα;
    Οποτε εχεις λιγο χρονο περνα κι απο εδω:
    http://butterflysstories.blogspot.gr

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ανυπομονούμε την συνέχεια. Καλό βράδυ!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή