Κυριακή 9 Νοεμβρίου 2014

25η Συνέχεια


Η Λενιώ την έσφιξε επάνω της..καταλάβαινε..ένοιωθε..ήξερε καλά τι σημαίνει να χάνεις κάτι από λάθος που δεν  μπορούσες να ελέγξεις..
-Σταμάτα γλυκιά μου, κοιμήσου λιγάκι υπάρχει και η αυριανή ημέρα να πούμε όλα αυτά..θα κάνουμε καλή παρέα φαίνεται οι δυο μας για λίγο καιρό, για όσο χρειαστείς ,διόρθωσε αμέσως τη φράση της.
Η Ελπίδα ήταν λες και δεν την άκουγε, ταξίδευε το μυαλό και η ψυχή της στο ίδιο καράβι , σε βρώμικα νερά, σε τρικυμίες και τυφώνες..
-Την επόμενη μέρα κλείδωσα τη πόρτα μου και έβαλα το τραπέζι πίσω της φορτώνοντας το με όσα βαριά πράγματα είχα..σαν τρελή έκανα..σαν σαλεμένο πλάσμα από ταινία μυστηρίου . Το κινητό μου χτυπούσε συνέχεια, δεν ήταν ο Αντώνης..όχι..τι θα μπορούσε να πει, τι να δικαιολογήσει.
Ήταν ο Πάνος μου κι εγώ δεν το σήκωνα παρά μόνο έκλαιγα βλέποντας το όνομα του στη κλήση. Θα διάβαζε για τις εξετάσεις του, τι κακό του έκαμνα τώρα που δεν απαντούσα μα και τι κακό θα του έκαμνα αν άνοιγα το τηλέφωνο .
Δεν έφαγα, δεν ντύθηκα καν..Τα μάτια μου καρφωμένα στη πόρτα, στη κλειδαριά..τα αυτιά μου τεντωμένα στο κάθε ψίθυρο στους διαδρόμους του σπιτιού. Αν ξαναερχόταν σκεπτόμουν, αν τολμούσε να μπει με το κλειδί του ο Αντώνης; Πανικός, πανικός ήταν αυτό που με πλημύριζε και πόνο γιατί ήξερα ότι είχα ξαναγυρίσει σ’ εκείνη η μέρα που σκοτώθηκαν οι γονείς μου. Έτσι ένοιωθα ξανά, χαμό, απώλεια, μοναξιά, γυμνό τοπίο ολόγυρα μου κι εγώ ξεσκέπαστη γεμάτη πληγές
Τότε σκέφτηκα ότι αν δεν με βρίσκανε εδώ θα γλύτωνα από πολλά, μα που να πάω; Που να κρυφτώ; Δεν είχα κανένα..κανένα..ο μόνος που θα μπορούσε να με αγκαλιάσει θα ήταν ο Πάνος όμως μου ήταν αδύνατον να σκεφτώ ότι θα μπορούσαν τα πράγματα να γίνουν όπως πριν..λες και σβήστηκε η χθεσινή μου νύχτα. Τίποτε δεν ήταν και ούτε θα ήταν όπως παλιά, γι’ αυτό δεν είχα καμία αμφιβολία.
Ήταν πρωί, ίσως δεν έκανα σωστά μα μόνον η φυγή ήταν λύση μπροστά μου και..έφυγα! Μέσα σε λίγη ώρα μάζεψα τη ζωή μου και το μέλλον μου σε ένα σάκο κοίταξα πίσω μου το ανάκατο σπίτι που άφηνα και..έφυγα..έφυγα..στο άγνωστο .Προσπαθούσα να αγνοήσω όσα με βάραιναν μα..έκανα λάθος πάλι, δεν μπορούσα να σβήσω με τίποτε ότι με στιγμάτισαν και θα με σημάδευαν  ακόμα περισσότερο στο μέλλον. Τράβηξα λίγα από τα χρήματα που είχα, έπρεπε να κάνω οικονομία μέχρι να δω τι θα γίνει και ήρα από το σταθμό το πρώτο λεωφορείο που βρήκα εισιτήριο χωρίς καν να δω το προορισμό. Δεν θα σε κουράσω άλλο..δεν έχει σημασία το τι έκανα το πρώτο καιρό. Βρέθηκα στη Μακεδονία, ένα μικρό ξενοδοχείο που με δέχθηκε με περιέργεια και ζήτησε προκαταβολικά τις μέρες που δήλωσα. Είπα ότι έκανα έρευνα στατιστική για μία εταιρία..ότι μου ήρθε στο νου μου. Έμεινα σχεδόν 40 μέρες μέχρι που τα χρήματα μου τελείωσαν… Πλήρωσα και έφυγα αξιοπρεπώς χωρίς να δώσω δικαίωμα , πήρα πάλι το πρώτο λεωφορείο που βρήκα και έφυγα σε μία μεγαλύτερη πόλη..Περιπλανήθηκα στους δρόμους της , έτρωγα κουλούρια για να κάνω οικονομία και κοιμόμουν όπου έβλεπα ερημιά και χώρο να σκεπαστώ . Λένε ότι το κακό το ακολουθεί πάλι κακό..κι εγώ το έζησα και αυτό. Έψαχνα για δουλειά στη πόλη, κάποια κυρία μου είπε να της καθαρίσω το μαγαζί της μα μόλις με είδε να προσπαθώ μου πήρε το κουβά από τα χέρια και μου είπε:
-Δεν κάνεις κορίτσι μου για τέτοια δουλειά, δεν ξέρεις ..φαίνεται!
Ένοιωσα απέραντη ντροπή όταν φεύγοντας μου έβαλε στο χέρι ένα χαρτονόμισμα των 10 ευρώ και στο σακίδιο μου ένα σάντουιτς. Κάθισα σε ένα παγκάκι και έκλαιγα για τη κατάντια μου ψελλίζοντας τη μόνη λέξη που ήθελα να πω σε κάποιον δίπλα μου..Μαμά μου…  Έμεινα μέχρι που νύχτωσε όταν με πλησίασε μία νέα γυναίκα . Ντροπαλά μα με θάρρος κάθισε δίπλα μου και μου είπε ότι καθόταν εκεί κοντά , με είχε δει το πρωί που έφερε το παιδί της στο πάρκο..
-Δεν φαίνεσαι μικρή μου καμία αλήτισα, αισθάνομαι ότι κάτι έχεις και ήρθα να σε ρωτήσω αν θέλεις να μείνεις σπίτι μας απόψε, έστω να φας κάτι ..
Ήταν τόση η κούραση και η ανάγκη μου να έχω κάποιον δίπλα μου που την ακολούθησα. Σπάνιο αυτό που έκανε για κάποια άγνωστη, σκέφτηκα τη θεία μου..σίγουρα θα είχε καλέσει την αστυνομία .Ξέρεις ποιο ήταν το πιο σημαντικό; Με δέχθηκε στο σπίτι της αυτή και ο άνδρας της που ήρθε λίγη ώρα μετά , με τάισαν , με φρόντισαν και δεν με ρώτησαν οτιδήποτε για το λόγο που ήμουν έτσι. Με ρώτησαν μόνο αν έχω γονείς και πόσων ετών είμαι. Έβγαλα τη ταυτότητα μου και πήγα να τους τη δείξω, την αγνόησαν και μου..ζήτησαν συγνώμη..αυτοί..εμένα! Λίγες μέρες μετά ήρθε το δεύτερο κακό που σου έλεγα. Βοηθούσα στις δουλειές η κυρία Φιλιώ όπως την έλεγαν , ήταν το ελάχιστο που μπορούσα να κάνω γι’ αυτούς και ασχολιόμουν  με το παιδί. Ο άνδρας της ήταν επιπλοποιός , έλειπε όλη μέρα στο μικρό εργοστάσιο έκθεση  που είχαν κι εκείνη ασχολιόταν με το σπίτι. Οικονομικά ήταν καλά, αυτό φαινόταν και ήταν μία οικογένεια αγαπημένη και αρμονική με αρχές και τάξη στη ζωή τους. Τους θαύμαζα, τους ευγνωμονούσα κάθε βράδυ , τους ζήλευα με καλή σημασία της λέξης.
Εκείνο το πρωί την βοηθούσα να βάλουμε τα ρούχα στο πατάρι, άρχιζε Φθινόπωρο..Τότε ζαλίστηκα και έπεσα από τη σκάλα, λιποθύμησα και λίγο πριν το μυαλό μου στάθηκε στις φωνές της και στη μορφή του Πάνου που με κοιτούσε θλιμμένα. Όταν ξύπνησα ήμουν σε ένα νοσοκομείο και η κυρία Φιλλιώ ήταν δίπλα μου.-
-Επιτέλους Ελπίδα μου , μας τρόμαξες, δόξα το Θεό όλα καλά μικρή μου μη φοβάσαι, όλα καλά..καταλαβαίνεις τι εννοώ, έτσι.
Δεν καταλάβαινα, δεν κατάλαβα ακόμη και όταν οι δύο μαζί μου είπαν ότι θα έπρεπε να τους εμπιστευτώ και να τους πω το πρόβλημα μου από την αρχή.
-Όλα θα βρουν τη λύση τους μικρή μου, ο άνδρας μου θα σε βοηθήσει να βρεις τον αγαπημένο σου και να διευθετήσετε τις διαφορές σας . Θα γίνεις μανούλα γλυκιά μου, μία μικρή όμορφη μανούλα!
Αν με χτυπούσε κεραυνός νομίζω έτσι θα ένοιωθα..έβαλα τη παλάμη μου στο στόμα για να μην ουρλιάξω και με το άλλο κράτησα τη καρδιά μου για να μη σπάσει..Ήμουν έγκυος..περίμενα παιδί ..εγώ..Θεέ μου..εγώ! Ο πανικός ξαναγύρισε, ένοιωσα παγιδευμένη, η αναπνοή μου σταμάτησε, δεν μπορούσα να πάρω ανάσα και ένοιωθα να πνίγομαι.
Η κυρία Φιλιώ φώναξε το γιατρό και όλοι μαζί επάνω μου να με κάνουν να πάρω ανάσα ενώ τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα μάτια μου. Ήθελα να πεθάνω..μακάρι να σταματούσε η καρδιά μου σκέφτηκα, μακάρι να ήταν όνειρο κακό, μακάρι να ήμουν μαζί με τους γονείς μου σ΄εκείνη τη στάση του λεωφορείου τότε…
Λίγες μέρες μετά γύρισα στο σπίτι τους μα ήμουν διαλυμένη και ήξερα ότι έπρεπε να φύγω, τους είχα γίνει βάρος μεγάλο έστω και αν δεν το έλεγαν. Εκείνο το πρώτο απόγευμα που έμεινα σπίτι η κυρία Φιλλιώ μου μίλησε για ..σένα.
-Για μένα; Μα που..που με ήξερε;
- Μου διηγήθηκε πως γεννήθηκε το δικό της παιδί. Μία δύσκολη γέννα, απρόσμενη σε κάποιο ταξίδι για τους γονείς της. Ένα μικρό χωριό και μία καλή μαία γιάτρισσα όπως την αποκαλούσαν οι συγχωριανοί της..Πάντα θα την θυμούνται με αγάπη και ευγνωμοσύνη. Μου είπαν το χωριό σου, μου περιέγραψαν τα πάντα σαν ένα παραμύθι .
-Ω! Τι μικρός ο κόσμος..ο κύριος που με έκρινε επιτιμητικά στην αρχή και με..ασήμωσε πλουσιοπάροχα στο τέλος.
-Ναι, αυτός ήταν ο άνδρας της, γέλασε λιγάκι η Ελπίδα, μου το είπε και αυτό .
 Ήμουν όπως είπε ο γιατρός κι όλας στον 4ο μήνα, με τα ψυχολογικά προβλήματα που είχα δεν κατάλαβα την ανωμαλία στη περίοδο μου. Όταν του ζήτησα να κάνω έκτρωση μου είπε ότι θα..κόστιζε πολλά κάτι τέτοιο και υπήρχε φόβος και για την υγεία μου. Είπε και στη κυρία Φιλλιώ αυτό που ζήτησα και έπεσαν επάνω μου με συμβουλές και ερωτήσεις. Αναγκάστηκα να πω την αλήθεια και πάγωσαν από το σοκ που τους προκάλεσε.
-Γιατί δεν έκανες καταγγελίας στο παλιοκάθαρμα, ξέσπασε ο άνδρας της . Πες μου το όνομα του και θα τον διαλύσει ο δικηγόρος μου, πες μου το και όλα θα βρουν το δρόμο τους κι αυτός ότι του αξίζει.
 Τους είχε κλονίσει αυτή η ιστορία και ένοιωθα ένοχη πάλι. Αυτοί οι καλοί άνθρωποι στα καλά καθούμενα βρήκαν προβλήματα και θέμα να τους απασχολεί στην ηρεμία τους… Τελικά όπου πήγαινα μάλλον έφερνα μαζί μου και τη κακοτυχία μου φαίνεται.
Λίγες μέρες μετά άκουσα άθελα μία συζήτηση τους όταν νόμιζαν ότι κοιμόμουν. Κατάλαβα ότι έψαχνα να βρουν για μένα, που έμενα, ποιοι ήταν οι γονείς μου, οι κηδεμόνες μου..και τότε κατάλαβα ότι ήρθε η ώρα να φύγω από εκεί..Όμως που θα πήγαινα; Πως θα περνούσα το χειμώνα στους δρόμους;
Έφυγα ένα μήνα μετά..κάνοντας τη χειρότερη πράξη της ζωής μου, κάτι που θα με βαραίνει ακόμη και όταν θα το διορθώσω. Περίμενα να μείνω μόνη σπίτι, η κυρία Φιλλιώ στη πεθερά της επίσκεψη μαζί με τον άνδρα της και το παιδί τους. Πριν φύγουν πήγα κοντά τους και τους αγκάλιασα στη πόρτα.
-Σας ευχαριστώ, δεν ξέρω αν μπορεί αυτή η λέξη να περιέχει όσα σας οφείλω..
-Τι κάθεσαι και σκέπτεσαι Ελπίδα μου, θα γυρίσω και θα τα ξαναπούμε πάλι από την αρχή..Να σε πείσω ότι υπάρχει λύση για το θέμα σου. Πάνε να ξαπλώσεις τώρα να δεις κανένα εργάκι στη τηλεόραση χωρίς το μικρό στο κεφάλι σου.
Το γέλιο της ήταν το τελευταίο που θα θυμάμαι από εκείνη Λενιώ μου, έφυγα λίγη ώρα μετά, το δικό μου σακίδιο και …χρήματα από το δικό τους συρτάρι.  Μέσα έβαλα ένα γράμμα όπου τους έλεγα ότι θα τους επέστρεφα το ποσό μόλις έπαιρνα στα 21 μου τα χρήματα των γονιών μου, μάρτυς μου ο Θεός.
Η Ελπίδα σηκώθηκε απότομα από την αγκαλιά της Λενιώς.
-Σου ορκίζομαι Λενιώ μου, θα τα επιστρέψω αυτά και περισσότερα..όταν σκέπτομαι τι θα είπαν όταν θα είδαν τα χρήματα που έλειπαν..όταν το σκέπτομαι..
Πήρα πάλι το λεωφορείο και τράβηξα στην επόμενη πόλη, κρύφτηκα σε ένα ξενοδοχείο πάλι με λίγα χρήματα. Έψαξα και βρήκα μία δουλειά σαν σερβιτόρα χωρίς ασφάλεια βέβαια. Η εγκυμοσύνη μου ούτε φαινόταν και ας κόντευα τον 6ο μήνα πια, είχα ελαφρά παχύνει λιγάκι και τα φαρδιά πουλόβερ που βρήκα σε μία λαϊκή σκέπαζαν τα πάντα.. Μέχρι που πέρασαν άλλοι 2 μήνες, είχα προσέξει τα βλέμματα του αφεντικού , τους ψιθύρους πίσω μου.
-Ελπίδα κορίτσι μου είσαι έγκυος;
Έσκυψα το κεφάλι, δεν μπορούσα να αρνηθώ τίποτα. Μου πλήρωσε όσα μου χρωστούσε και κάτι παραπάνω και με έδιωξε ευγενικά.
-Κορίτσι μου θα βρω το μπελά μου, δεν μπορώ να σε κρατήσω.
Έμεινα άλλο μισό  μήνα στο ξενοδοχείο  και μόλις τελείωσαν τα λεφτά μου έφυγα. Ήμουν κι όλας μάλλον 8 μηνών , δεν είχα πάει σε γιατρό ούτε μία φορά ξέρεις..απλά μετρούσα και διάβαζα ότι σχετικό έπεφτε στα χέρια μου. Εκείνη την  τελευταία νύχτα σκεπτόμουν τι μπορούσα να κάνω, πως θα γεννούσα και πως θα..έδινα το μωρό. Δεν ένοιωσα ποτέ σαν μητέρα γι’ αυτό το μωρό, δεν άφησα τον εαυτό καν να το νοιώσει κάτι περισσότερο από ένα..λάθος..
Θυμήθηκα τα λόγια της Φιλλιούς για σένα..αν σε έβρισκα..αν με ξεγεννούσες και έβρισκες λύση για το μωρό ..δεν έπρεπε να πάω σε νοσοκομείο..
Πήρα πάλι το λεωφορείο, τους δρόμους. Έψαξα το χωριό μα δεν τολμούσα να έρθω ακόμη. Έμεινα 3 νύχτες σε αυλόγυρο εκκλησίας, μέχρι που με βρήκε η παπαδιά και με πήρε σπίτι της για λίγες νύχτες. Μόλις άρχισαν οι ερωτήσεις έφυγα πάλι και πήρα το δρόμο για το χωριό σου. Μέχρι όπου μου έφθαναν τα χρήματα για εισιτήριο..Μετά με τα πόδια, τρώγοντας μήλα που ζήτησα χωρίς ντροπή από κάποια γιαγιά που ήταν στην αυλή της. Η γιαγιά εκείνη με κράτησε μία νύχτα και κοιμήθηκα στο ντιβάνι με ανακούφιση αφού έφαγα το ζεστό τραχανά που μου έφτιαξε. Της είπα ότι πήγαινα στο χωριό σου και μου είπε ότι σε ήξερε καλά.
-Να πας κορίτσι μου, να πας, η κυρά Λενιώ είναι κάτι σαν γιάτρισσα εδώ , είναι καλή γυναίκα και σπουδασμένη..Να πας..να πας..
Έφυγα 2 μέρες μετά και πήρα τους δρόμους που μου έδειξε με τα πόδια πάλι.. Εκείνο το βράδυ, κουρασμένη παραπάτησα, έπεσα και κυλίστηκα λίγα μέτρα στη πλαγιά. Μακάρι να είχα πέθαινα σκέφτηκα μα..πάλι κάτι μέσα μου ακόμη πάλευε να..ζήσει.
Σηκώθηκα με το ζόρι, περπάτησα μέχρι κάποιο καφενείο και ρώτησα για σένα. Ο γέρος είπε σε ένα παιδί να μου δείξει το δρόμο για το σπίτι σου.
-Είναι μαθές λίγο ψηλά μα θα ο βρεις και ο Θεός μαζί σου κυρά μου.
Καθώς με άφησε ο μικρός δείχνοντας μου το σπίτι σου πήρα ανάσα και έψαχνα στο σακίδιο μου το μόνο πράγμα που φυλούσα και δεν πούλησα μέχρι τότε ακόμη και όταν πεινούσα. Το βραχιόλι με το δράκο..το μόνο αξίας που κράτησα από ..αυτούς. Σου χτύπησα τη πόρτα, μου την άνοιξες και..είσαι όπως σε περιέγραψε η Φιλλιώ..ένας καλός άνθρωπος.
Η Λενιώ δεν μπορούσε να μιλήσει από τη συγκίνηση που της έκλεινε το λαιμό..όλη αυτή ην ιστορία στο δικό της δώμα..όλος αυτός ο Γολγοθάς ενός κοριτσιού που ακόμη δεν θα είχε τέλος.
-Κοιμήσου Ελπίδα μου, κοιμήσου, αύριο θα είναι μία νέα μέρα και θα δεις ότι θα αλλάξεις γνώμη για το κοριτσάκι σου. Είσαι πλέον μάνα και αυτό δεν αλλάζει μικρή μου. Νάξερες πόσο τυχερή είσαι γι’ αυτό, τυχερή και ευλογημένη, κοιμήσου.
Η Ελπίδα χαλάρωσε στο μαλακό κρεβάτι της, η Λενιώ τη σκέπασε , τη σταύρωσε και πήγε με το βλέμμα της στον Άγιο της.
-Τι πάλι να σου τάξω Άγιε μου..σε έχει ανάγκη, ελευθέρωσε την από κάθε που την βαραίνει..Ξέρεις εσύ..το λαδάκι σου και το πρόσφορο σου κάθε Κυριακή από εμένα.
Πήγε στο κρεβάτι της και ένοιωσε όλο το βάρος της κούρασης και της υπερέντασης που είχε όλη τη μέρα αυτή. Ο ύπνος της βαρύς και χωρίς όνειρα, κάτι σαν μαγεμένο πέπλο επάνω από το κρεβάτι της θαρρείς απλώθηκε . Ούτε ο κόκορας που λάλησε το πρωί δεν την σήκωσε όπως μέχρι τώρα. Όλα συναινούσαν στη κορυφή της τραγωδίας ή στην αρχή μιας νέας ζωής για κείνην.
Όταν ξύπνησε σχεδόν με πανικό έψαξε με τη ματιά της τη φιγούρα της Ελπίδας στο κρεβάτι..Άδειο, το σακίδιο εξαφανισμένο, έσκυψε στο μωρό. Ήταν εκεί, αγγελούδι ήσυχο  και αθώο μιας κακής πράξης σε μία κοριτσίστικη ζωή. Τότε είδε ο σημείωμα..πρόχειρα και βιαστικά γραμμένο, επάνω του σαν βάρος το χρυσό βραχιόλι με το δράκο.
-<< Συγνώμη και ευχαριστώ..σου την αφήνω..χωρίς πόνο και χωρίς κλάμα, δεν θα την αγαπήσω ποτέ , εσύ έχεις αγάπης περίσσευμα , εγώ όχι..λυπάμαι..Μην της μιλήσεις ποτέ για μένα, ποτέ..Πες απλά σε μένα..ΚΑΛΉ ΤΎΧΗ>>
Η Λενιώ έμεινε άφωνη με το γράμμα στο χέρι, την έβγαλε από τη θέση αυτή το κλάμα του μωρού. Το πήρε με προσοχή αγκαλιά και το έσφιξε επάνω της, το φίλησε στα μαλλιά του και τα έβρεξε με τα δάκρυα της. Εκείνο άνοιξε τα ματάκια του και τα στύλωσε επάνω της. Σκέφτηκε το ίδιο πράγμα όπως όταν το πρωτοκράτησε. Αυτό το μωρό έχει τα μάτια του ανοιχτά από τη πρώτη στιγμή της ζωής του. Το κλάμα του σταμάτησε και κάτι σαν χαμόγελο στα τρυφερά λουλουδένια χειλάκια..
-Μείναμε μαζί μωρό μου, εσύ κι εγώ..ναι..εσύ κι εγώ!



Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

24η συνέχεια.


Την επόμενη εβδομάδα άφησε την Ελπίδα να ζήσει την ελευθερία και τον υποτιθέμενο όπως πίστευε ο ίδιος  ρομαντικό της έρωτα χωρίς να ενοχλήσει, ούτε καν να δώσει το παρόν. Έμαθε για τις προσπάθειες της να πάρει λεφτά από τη τράπεζα από το διευθυντή και φρόντισε να τον πληροφορήσει ότι φοβόταν μήπως η μικρή έμπλεξε κάπου..Είδε με γελάκι τη προσπάθεια της να πιάσει δουλειά στη κοντινή της καφετέρια και έτριξε τα δόντια από οργή όταν έμαθε ότι την περίμενε πάντα ο Πάνος τα βράδια..Σκέφτηκε ότι έπρεπε να δράσει, να φανερώσει τη μεγαλοψυχία του και την αγάπη του γι’ αυτήν. Ένοιωθε ότι μέσα της η εικόνα του ήταν πάντα μία εικόνα ασφάλειας και θα το εκμεταλλευόταν αυτό όσο μπορούσε.
………………………………………………………………………………………………………….
-Όταν άκουσα τη φωνή του Αντώνη στο κινητό μου δεν μπορώ να πω ότι δεν χάρηκα..μου έλειψε..καλώς ή κακώς… μου έλειψε και με ανεξήγητο τρόπο ξέχασα όσα με ενόχλησαν σ’ αυτόν. Με απασχολούσε το τι θα έκανα από εδώ και πέρα, η δουλειά που είχα δεν με κάλυπτε ούτε χρηματικά ούτε ψυχικά. Ήθελα τόσα να κάνω..είχα τόσα όνειρα..τόση λαχτάρα να καταφέρω πολλά..να ζήσω..να δημιουργήσω..Έτσι δέχθηκα αμέσως τη πρόταση του να βγούμε το βράδυ να συζητήσουμε το τι μπορούσε να κάνει. Στο βάθος ήταν για μένα η ..οικογένεια μου εδώ και χρόνια.
-Καλύτερα βραδάκι μου είπε..τα πρωινά καίγομαι από δουλειά, έχω και από εβδομάδα ταξίδι στο εξωτερικό με τη θεία σου. Της το υποσχέθηκα να έρθει μαζί μου, τη ξέρεις τώρα, εκείνη ψώνια κι εγώ εργασία. Μου έλειψες μικρή, μου λείπεις κάθε μέρα!
- Ένοιωσα μία τρυφερότητα ακόμη γι’ αυτόν , διαφορετική βέβαια από αυτή που αισθανόμουν για τον Πάνο. Ένοιωθα κάτι σαν..σαν..ασφάλεια..σαν δεν ξέρω πώς να σου το περιγράψω..σαν η αγκαλιά της..οικογένειας. Σαν μαγνήτης με κρατούσε αυτός ο δεσμός κοντά του , κάτι σαν την έλξη του φεγγαριού που σε κάνει να βλέπεις μόνο το φως του και να ξεχνάς ότι είναι απλά ένας βράχος ξηρός και άγονος. Εκείνο το βλέμμα του που με έκαμνε να νοιώθω τόσο μικρή και συγχρόνως τόσο σημαντική δεν μπορούσα ακόμη να το αγνοήσω..
Για κάποιο ανεξήγητο ίσως για όλους λόγο έκανα ακόμα ένα σφάλμα! Εκείνο το απόγευμα όταν τελείωσα από τη δουλειά, δεν είπα στο Πάνο για τη συνάντηση αυτή όπως θα γινόταν ,απλά του είπα ότι θα πήγαινα στη θεία μου για βραδινό και έσκυψα το κεφάλι να μη δει τα μάτια μου..
Με αγκάλιασε τρυφερά όπως πάντα και μου είπε :
-Αύριο δίνω μάθημα Ελπιδάκι μου, έτσι κι αλλιώς δεν θα βγαίναμε, για λίγες μέρες θα στριμωχτούμε στις συναντήσεις μας. Ήθελα σήμερα να πάμε κάπου μόνοι μας μα δεν πειράζει, έχουμε χρόνο μπροστά μας..χρόνια δηλαδή. Θα μου λείπεις όμως πρέπει να το περάσω οπωσδήποτε, η μάνα μου άρχισε τη μουρμούρα. Μου έχεις γίνει απαραίτητη ξέρεις, πιστεύω να το νοιώθεις.. Σ’αγαπώ Ελπίδα, νομίζω ότι σε ερωτεύτηκα από τότε που σε είδα να χοροπηδάς στο μπαλκόνι σου και να χαμογελάς στο..άπειρο! Είσαι μέρος από τις σκέψεις μου κάθε στιγμή. Έτσι πώς να γράψω μάθημα;
Με αγκάλιασε και ένοιωσα στο λαιμό μου εκείνο το μοναδικό τρυφερό τρόπο που με φιλούσε, κάτι σαν να παίρνεις στο χέρι σου μία πανάκριβη πορσελάνη και προσέχεις μη σου σπάσει..
-Έχουμε καιρό Πάνο μου ..έχουμε πολλά να κάνουμε μαζί , δεν ξέρω πως είναι ο έρωτας όμως μαζί σου είμαι χαρούμενη, χωρίς έννοιες είμαι ευτυχισμένη ..
-Είναι ο έρωτας μωρό μου, είναι ο έρωτας… Καληνύχτα μικρή μου, θα γίνω σημαντικός μια μέρα στη ζωή για σένα μόνο! Θέλω τόσα να ζήσω μαζί σου, θέλω..θέλω να σου δείξω το πόσο δική μου επιθυμώ να σε κάνω όμως..Κοίτα με Ελπίδα, θέλω ο έρωτας να είναι συνειδητός για μας τους δυο, να το θέλεις όχι μόνο με τη ψυχή και το σώμα μα και με το μυαλό και την επίγνωση της στιγμής. Θέλω το δέσιμο μας να είναι για πάντα..για μια ζωή..γιατί όπως σου είπα..σ’ αγαπώ..και λέω τη λέξη με όλη της την έννοια. Όταν θα αισθανθείς έτοιμη για το δέσιμο αυτό θα το νοιώσω ..όπως θα το νοιώσεις κι εσύ.
Μου έδωσε ένα ελαφρό σπρώξιμο στ πόρτα γελώντας και το βλέμμα του με παρακολούθησε σαν χάδι. Ανέβηκα τρεχάτη τις σκάλες και βγήκα στο μπαλκόνι, ήξερα ότι περίμενε όπως πάντα να τον χαιρετήσω από ψηλά, όπως όταν με γνώρισε..
Αν είχα τη δύναμη να δω το μέλλον εκείνο το βράδυ δεν θα τον άφηνα ποτέ να φύγει, θα κρεμόμουν από πάνω του και θα γινόμουν σκιά της ύπαρξης του..
Κοίταξα το ρολόι μου, κόντευε 8, στις 9 θα περνούσε ο Αντώνης να με πάρει..Άνοιξα τη ντουλάπα μου και διάλεξα κάτι από αυτά που του άρεζαν να φοράω, που μου είχε αυτός αγοράσει δηλαδή. Ένοιωσα ένα ενθουσιασμό, όπως τότε που ερχόταν και με έπαιρνε από ο σχολείο και με πήγαινε σε ακριβά ρεστοράν κάνοντας μου όπως έλεγε μάθημα να νοιώθω την απόλαυση του ακριβού και να την απολαμβάνω.
Ήρθε και με πήρε στις 9 και το αυτοκίνητο μοσχοβολούσε το άρωμα του και το γέμιζε η παρουσία του θαρρείς αρχηγική και εξουσιαστική τόσο όσο να σε κάνει να παγώσεις και να σταθείς πιόνι στη σκακιέρα του Βασιλιά.
Οδηγούσε σιωπηλός και τόλμησα να διακόψω τη σιωπή που επικρατούσε.
-Που πάμε από εδώ;
Με κοίταξε μ’ εκείνο το μισογελαστό του βλέμμα και μου είπε λιγάκι κουρασμένα.
-Σε πειράζει να πάμε κάπου που με χαλαρώνει; Είμαι πραγματικά πολύ κουρασμένος και θέλω κουβεντούλα και χαλάρωση για να φύγουν από πάνω μου όσα άφησα πίσω μου με τους συνεργάτες μου. Μη φοβάσαι όμως θα σε πάω κάπου τόσο όμορφα που θα το νοιώσεις κι εσύ σαν καταφύγιο.
Φθάσαμε στη μαρίνα και κατάλαβα ότι θα πηγαίναμε στο σκάφος που ήξερα ότι είχε μα που ποτέ δεν είχα δει. Νοιώθω ακόμα την ανατριχίλα που με αγκάλιασε..προμήνυμα των όσων θα επακολουθούσαν
Η Ελπίδα σφίχτηκε στην αγκαλιά της Λένας και έκλεισε τα μάτια της με τη παλάμη της. Η Λενιώ της χάιδεψε τα μαλλιά και της είπε :
-Δεν χρειάζεται να μου πεις..καταλαβαίνω, μαντεύω..μη γεμίζεις ξανά το μυαλό σου και τη καρδιά σου με δυσάρεστες αναμνήσεις. Δεν σε ρώτησα, δεν με ενδιαφέρει γλυκιά μου..δεν θέλω να σε υποβάλω ξανά στην εικόνα  εκείνης της νύχτας.
-Φταίω..φταίω..αυτό δεν μπορώ να συγχωρέσω , αυτό με πλακώνει κάθε νύχτα που το φέρνω στο μυαλό μου.  Αν δεν πήγαινα; Αν δεν ένοιωθα για εκείνον αυτό το λανθασμένο θαυμασμό; Αν το έλεγα στο Πάνο ίσως να με συμβούλευε.. Αν δεν έπινα τη σαμπάνια..αν δεν απολάμβανα την άνεση του καναπέ..αν δεν με μάγευε η παρουσία του..αν..αν..Πίστεψε με ..σου ορκίζομαι , δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα, πως με πήρε στην αγκαλιά του , πως δεν πάλεψα λιγάκι περισσότερο, πως με έγδυσε στη ζάλη μου ..Φώναζα και η φωνή μου δεν ακουγόταν, το χτυπούσα και οι γροθιές μου δεν τον άγγιζαν..Θυμάμαι μόνο όταν σηκώθηκε απότομα και γυρίζοντας μου τη πλάτη ήπιε το ποτό του και έσπασε το ποτήρι στο τοίχο.
-Συγνώμη… συγνώμη..νόμιζα ότι με το μικρό οι σχέσεις σας είχαν προχωρήσει..ότι δεν ήμουν ο πρώτος..νόμιζα..συγνώμη..
Δεν θυμάμαι πως έφυγα ζαλισμένη .Τον είδα με το αυτοκίνητο του να τρέχει πίσω μου, με πλησίασε και μου άνοιξε τη πόρτα κάνοντας μου νόημα να μπω. Έτρεξα ακόμα πιο μακριά, έκλαιγα νομίζω..δεν θυμάμαι..είδα ένα ταξί..του έκανα νόημα..μπήκα μέσα σαν τρελή. Ο ταξιτζής με κοίταξε από το καθρεπτάκι του με ανησυχία:
-Σου συμβαίνει κάτι μικρή μου; Θέλεις να σε πάω σε κλινική ή στην αστυνομία; Μπορώ να βοηθήσω παιδί μου;
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και του μουρμούρισα τη διεύθυνση μου, έτρεμα, είχα ρίγος, κρύωνα φοβερά .
Μπήκα στο σπίτι μου και χώθηκα στο μπάνιο, το είχα δει σε ταινίες, ίσως βοηθούσε να φύγει από πάνω μου η βρωμιά, η ενοχή, τα αίματα και η οργή μου. Εκεί κάτω από το ζεστό νερό η μορφή του Πάνου ήρθε μπροστά μου και τότε..τότε οι λυγμοί μου έγιναν κραυγές , ο πόνος μου τύψεις και η οργή μου καταρράχτης που έσκαγε στο ίδιο μου το κορμί. Κατάλαβα ότι εκείνη τη νύχτα η ζωή μου άλλαξε και μαζί με ότι έχασα πάνω από όλα έχασα την ευκαιρία να αγαπηθώ και να αγαπήσω..έχασα το Πάνο γα πάντα.



Σάββατο 27 Σεπτεμβρίου 2014

23η συνέχεια

Η επόμενη εβδομάδα κύλησε μέσα σε μια κατάσταση εφορίας εντελώς αντίθετα με το χτύπημα που είχα δεχθεί. Ξυπνούσα το πρωί και έβγαζα από το μυαλό μου κάθε άσχημο προμήνυμα, όλα τα έβλεπα φωτεινά και εύκολα, τα εμπόδια μικρές αναβολές και το μέλλον μου ελπιδοφόρο.
Άρχισα να κάνω μία έρευνα αγοράς επάνω σε ιδιωτικές σχολές, όμως οι τιμές ήταν απαγορευτικές για μένα. Πήγα με το Πάνο στη τράπεζα όπου υπήρχε σαν καταπίστευμα το ποσό της ασφάλειας των γονιών μου όμως απογοητεύτηκα, έπρεπε να γίνω 21 έτους για να έχω πρόσβαση σε αυτό. Ίσως ένα δάνειο της τράπεζας είπε ο διευθυντής ..όμως χρειαζόταν εγγυητής κάποιος με περιουσία και εννοούσε βέβαια το θείο μου που όπως κατάλαβα ήταν γνωστοί. 
Φύγαμε από εκεί απογοητευμένοι όμως όλα πάλι έλαμψαν για μας εκεί..στο πάρκο , στο παγκάκι με σπόρους για τα περιστέρια και ένα σάντουιτς στο χέρι για μας. Η ζωή είναι τόσο ξεκάθαρη και ωραία όταν την βλέπεις με τα μάτια των 18 χρόνων και την αύρα του έρωτα!
-Θα ψάξω για δουλειά, του είπα ενθουσιασμένη κι εκείνος γέλασε.
-Και τι δουλειά λες να βρεις και που θα την βρεις μπορείς να μου εξηγήσεις;
-Θα ψάξω στην εφημερίδα, κάπου θα βρω κάτι, σκέπτομαι να ρωτήσω και στη καφετέρια της γειτονιάς .Βλέπω νεαρά κορίτσια που σερβίρουν, πανεύκολο !
Μου ανακάτεψε τα μαλλιά και γέλασε πάλι με τη ψυχή του, του έριξα τα σπόρια στο κεφάλι και τα περιστέρια πέταξαν τριγύρω και επάνω του τσιμπολογώντας τον. Ναι η ζωή είναι τελικά όμορφη και εύκολη αν το θέλεις, ήμουν ευτυχισμένη.
……………………………………………………………………………………………………
Η Κατερίνα δεν ήταν τόσο χαζή και ευκολόπιστη όπως την φανταζόταν ο Αντώνης. Οι περιπέτειες του άνδρα της σε όλη τους τη συζυγική ζωή δεν είχαν περάσει απαρατήρητες όμως την βόλευε η προσπάθεια του να τις καλύψει για την  αψεγάδιαστη εικόνα τους στη κοινωνική τους ζωή. Τον είχε ερωτευτεί τον Αντώνη και ήταν σίγουρη ότι κι αυτός δεν μπορεί..κάτι θα ένοιωθε τότε γι’ αυτήν. Όμως τα χρόνια και η ανάγκη του να δείξει ότι ήταν ισχυρός από μόνος του τους απομάκρυναν τόσο που ούτε το παιδί τους δεν μπόρεσε να καλύψει το κενό. 
Για ένα ανεξήγητο λόγο όταν έκανε την αυτοκριτική της δεν ένοιωθε πληγωμένη με τη συμπεριφορά του, είχε ένα σωρό λόγους να γεμίσει τις ώρες της με πράγματα που την ικανοποιούσαν και της έδιναν χαρά και ζωή. Είχε έναν όμορφο άνδρα να επιδεικνύει που στις φίλες της μπροστά έδειχνε ερωτευμένος και άψογος. Είχε  χρήματα να ξοδεύει χωρίς κανένα έλεγχο και μία εμφάνιση που τη φρόντιζε με κάθε μέσο. Όχι, δεν φοβόταν να χάσει τον Αντώνη , χαζός δεν ήταν ποτέ ώστε να κάνει δεσμό πάνω από λίγες μέρες. Μία φορά αντιμετώπισε ένα πρόβλημα και το «έλυσε» ο ίδιος προτού προλάβει εκείνη να ανακατευτεί. Την ικανοποίησε και την διασκέδασε μπορούσε να πει ο σκληρός τρόπος που διευθέτησε ο άνδρας τότε τον εκβιασμό εκείνης της ανόητης μικρής .Έτσι  έκανε ότι δεν κατάλαβε οτιδήποτε από εκείνο το μπλέξιμο και χάρηκε μαζί του ένα ταξίδι διακοπών στο εξωτερικό. 
Τώρα όμως η γυναικεία της διαίσθηση της χτυπούσε το καμπανάκι του κινδύνου πιο δυνατά από ποτέ. Όταν η μικρή Ελπίδα ήρθε στο σπίτι τους ήταν γι’ αυτή κάτι που δεν μπορούσε να αποφύγει. Ποτέ δεν είχε σύνδεσμο με τον αδελφό της και η αλήθεια είναι ότι την βόλεψε ο πόλεμος του με τους γονείς τους όταν τους είπε για τη γυναίκα που ήθελε να παντρευτεί. Μάλιστα υποδαύλιζε τις διαφορές τους και ένοιωσε ευτυχία όταν κατάφερε να τον αποκληρώσουν και να γίνει εκείνη η μοναδική τους κληρονόμος. Ανέλαβε  τη μικρή ίσως από μία υποσυνείδητη αποκατάσταση ενοχής της και ίσως πάλι γιατί η κοινωνική λειτουργός που την είχε αναλάβει την είχε πιέσει περισσότερο από όσο μπορούσε να αντέξει. Είχε βρει το "κουμπί" της από τη πρώτη στιγμή, της τόνιζε επανειλημμένα το πόσο κακό αντίκτυπο θα είχε αυτή η άρνηση να την αναλάβει στο φιλικό της περιβάλλον " αν μαθευόταν". Αυτό το "αν" της φάνταζε σαν μικρός αόριστος εκβιασμός και έτσι δέχθηκε να την πάρουν μαζί τους στο σπίτι, στη ζωή τους όσο και αν την ενοχλούσε. Αυτό το κορίτσι είχε το βλέμμα του αδελφού της όταν την πρωτοκοίταξε .... 
Ποτέ δεν σκέφτηκε ότι θα ερχόταν η στιγμή που το κοριτσάκι θα γινόταν..γυναίκα και το βλέμμα του άνδρα της θα ήταν όπως το αντίκρισε πλαγίως κι ας μη το έδειξε  ,να κοιτάζει την Ελπίδα με άλλο μάτι στη κορυφή της σκάλας  .
Κανείς δεν κατάλαβε την αλλαγή μέσα της, την επιφυλακή της σε κάθε τους βήμα. Δεν έριξε το βάρος στη μικρή γιατί ήξερε ότι ο άνδρας της ήταν μαέστρος σε τέτοια μόνο της φόρτωσε την ενοχή της νιότης και της αθωότητας που εκείνη είχε χάσει από καιρό ανεπίστρεπτα.
Μετρούσε τις εβδομάδες μέχρι τα 18 χρόνια της ανεψιάς της και συγχρόνως παρακολουθούσε χωρίς να το δείχνει τις κινήσεις του Αντώνη σχεδιάζοντας και οργανώνοντας τις μελλοντικές δικές της. Έδιωξε τους ενοικιαστές από το σπίτι της μικρής αποζημιώνοντας τους κι όλας και φρόντισε τις επισκευές του. Όλα θα ήταν έτοιμα και ο Αντώνης δεν θα τολμούσε να βγάλει άχνα γιατί τότε θα την έβλεπε όπως δεν την είχε δει ποτέ.  Αυτή τη φορά ήταν διαφορετικά, αυτή τη φορά ένοιωσε το κίνδυνο στο πετσί της και η Ελπίδα έγινε ο «εχθρός» που έπρεπε να εξουδετερώσει με κάθε μέσο. Μόνη της , χωρίς τη σκιά του δίπλα της σίγουρα θα γνώριζε κάποιο νεαρό παιδί που θα της έδινε όσα μπορεί να δώσει κάποιος της ηλικίας της.
……………………………………………………………………………………………….
Ο Αντώνης με δυσκολία κρατήθηκε μακριά από την Ελπίδα τρίζοντας τα δόντια από τη προσπάθεια του αυτή και τη φαντασία του που οργίαζε σε εικόνες ερωτικές με τα δύο νέα κορμιά της Ελπίδας και του Πάνου. Τι ήταν αυτό που τον κυρίευε; Δεν ήταν απλή αρρωστημένη συνήθεια να αποκτάει ότι έβαζε στο μάτι, ήταν μία ανεξέλεγκτη ερωτική έλξη στο παιδί που έγινε γυναίκα λες σε μία στιγμή , στο αθώο αυτό βλέμμα που τον κοιτούσε με θαυμασμό  σε κάθε του λέξη. Άρχισε να μην τον ικανοποιεί ούτε ο πανάκριβος αγορασμένος έρωτας και η φτιαχτή λατρεμένη έκφραση των τέλειων κοριτσίστικων προσώπων που φιλούσε. Έφευγε από τη γκαρσονιέρα και ήταν λες και διψούσε περισσότερο από ποτέ για μία εικόνα της Ελπίδας να χοροπηδάει στο σαλόνι όταν της έδινε το παραμικρό φθηνό αστείο δωράκι.
 Τέτοια είχε γίνει η εμμονή του ώστε έβαλε δικό του άνθρωπο ειδικό σε τέτοιες δουλειές να παρακολουθεί τις κινήσεις της και γινόταν θηρίο όταν έβλεπε τα σαλιαρίσματα των δύο παιδιών  στο πάρκο σε συναντήσεις ρομαντικές και παιδαριώδεις γι’ αυτόν που τον ανακάτευαν..
Εκείνο το βράδυ σκέφτηκε ότι η απραγία του αυτή ήταν βήματα πίσω και ότι έχανε εντελώς έδαφος και κάθε ελπίδα να..Μα τι ήλπιζε;..Τι νόμιζε ότι ήθελε από το κορίτσι αυτό ; Πως μπορούσε να γλυτώσει από την εμμονή που είχε μαζί της. Ήταν πείσμα;..ήταν αρρώστια;..Ήταν έρωτας για κάποια που θα ήταν κόρη του; Μία παρτίδα σκάκι που έβλεπε ότι έχανε και που την έπαιζε με αντίπαλο τον υπέρμετρο εγωισμό και την κυριαρχία του σε ότι είχε έβαζε σκοπό ικανοποίησης του. Θα πήγαινε να τη συναντήσει, θα της ζητούσε να μιλήσουν , θα την γοήτευε. Πίστευε ότι ήταν ικανός για πολλά και σίγουρα όσα θα της προσέφερε να φρόντιζε να τα χρειάζεται όσο ποτέ.

Χαμογέλασε ικανοποιημένος και έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά του ξαφνιάζοντας την όμορφη γραμματέα του με τη καλή του διάθεση που τώρα τελευταία ήταν σπάνια. Είχε αρχίσει μία αντίστροφη μέτρηση από μία κατάσταση χωρίς επιστροφή, μία αλυσιδωτή αντίδραση από αλλεπάλληλα γεγονότα που θα σφράγιζαν ζωές στο παρόν  και στο μέλλον.

Πέμπτη 25 Σεπτεμβρίου 2014

21η συνέχεια

Φίλοι μου για κάποιο ανεξήγητο λόγο "εξαφανίστηκε" η 21 η συνέχεια που είχα αντιγράψει.Ευχαριστώ το φίλο ή φίλη που μου το επισήμανε έτσι τη βάζω ξανά.



21η συνέχεια
Από εκείνη τη μέρα όλα θαρρείς μου πήγανε στραβά .Το κυριότερο χτύπημα ήταν η αποτυχία μου στις εξετάσεις. Γύρισα απογοητευμένη και πέφτοντας μπρούμυτα στο κρεβάτι έκλαψα με τη ψυχή μου ..η πρώτη απογοήτευση μετά το θάνατο των γονιών μου.Αισθάνθηκα ξανά μόνη, ευάλωτη, ανίκανη να σταθώ στη νέα μου κατάσταση.Τι θα έκανα; ποιος θα ήταν ο δρόμος που θα χάραζα από εδώ και πέρα; Έπρεπε να βρω κάτι να σπουδάσω, να έχω μία δουλειά.Τα χρήματα από τα ενοίκια δεν νόμιζα ότι θα κρατούσαν πολύ και δεν θα ζητούσα βοήθεια ποτέ από τους θείους μου.Αυτή και μόνο η σκέψη με έκανε να αναπηδήσω και να κοιταχτώ στο καθρέπτη απέναντι από το κρεββάτι μου. Έπρεπε να οργανωθώ και βέβαια να μειώσω τα έξοδα μου όσο μπορούσα, να κάνω οικονομία σε ότι πρώτα ούτε καν σκεπτόμουν. Αυτές κι όλας οι σκέψεις με έκαναν να νιώσω πιο δυνατή ίσως γιατί μου έδιναν ένα σκοπό μπροστά μου.Το κινητό μου χτύπησε και η φωνή του Πάνου με έκανε να ξεσπάσω πάλι σε κλάματα λες και χωνόμουν στην αγκαλιά της μαμάς μου και έλεγα το πόνο μου.
- Μη στεναχωριέσαι Ελπίδα μου, όλα θα πάνε καλά και θα βρουν το δρόμο τους.Το απόγευμα μετά τη σχολή θα το συζητήσουμε να βρούμε μία λύση, θα δεις..όλα θα χαμογελάσουν ξανά ..
Ο καλός μου ο Πάνος. ποτέ δεν θα συγχωρέσω τον Αντώνη και μετά τον εαυτό μου  για το πόνο ψυχής που του προκάλεσε σίγουρα η φυγή μου..η εγκατάλειψη μου..Αν..αν δεν είχαν συμβεί κάποια πράγματα σίγουρα θα ήμουν απόλυτα ευτυχισμένη στην αγκαλιά του. Βέβαια η σχέση μας ήταν κάτι ανάμεσα σε φιλική και ονειρικά ερωτική, τρυφερός δεσμός αμοιβαίας κατανόησης και αόρατος σύνδεσμος ψυχών. Έπιανα τον εαυτό μου να τον σκέπτεται, να αποζητάει ένα φιλί  και ήξερα ότι απλά και μόνο ότι προχωρούσε αργά δεν μας οδήγησε σε κάτι περισσότερο. Εκείνο το απόγευμα όμως όταν τον είδα στη πόρτα μου χώθηκα στην αγκαλιά του κι εκείνος με έσφιξε επάνω του τρυφερά και συγχρόνως δυνατά λες και φοβώταν μη του φύγω.
Ξαπλώσαμε στο μικρό κρεβάτι μου όχι ερωτικά όπως ίσως φαντάζεσαι. Κούρνιασα στην αγκαλιά του κι εκείνος μου χάιδευε τα μαλλιά δίνοντας μου μία γαλήνη και αγάπη που την είχα τόσο ανάγκη..Να..σαν και τώρα κυρία Λενιώ..σαν τη δική σου αγκαλιά..έτσι ένοιωθα, προστασία, ασφάλεια, σιγουριά ότι όλα θα πήγαιναν καλά.
Εκείνη την ώρα του άνοιξα τη καρδιά μου και η ζωή μου όλη μέχρι τώρα, οι σκέψεις και οι αγωνίες μου πέρασαν από τη δική μου ψυχή στη δική του. Όταν τελείωσα και μείναμε ακίνητοι για στιγμές ολόκληρες ,ανασηκώθηκε, με κοίταξε στα μάτια με εκείνο το απέραντα τρυφερό του βλέμμα και..με φίλησε..όπως ακριβώς ονειρευόμουν πάντα το πρώτο μου φιλί..Κάπως έτσι σκέφτηκα είναι η ευτυχία..και ήμουν απέραντα ευτυχισμένη Λενιώ μου..απέραντα σαν το γαλάζιο ουρανό που δεν έχει αρχή και τέλος.
-Σήκω να πάμε μία βόλτα, μου είπε γελώντας, πάμε να περπατήσουμε να κάτσουμε σε ένα παγκάκι στο κήπο, να ταΐσουμε τα περιστέρια και να σκεφτούμε τι θα γίνει τώρα με σένα και τα επόμενα βήματα σου.
Τον ακολούθησα ευτυχισμένη λες και η τρομερή είδηση της αποτυχίας μου δεν υπήρξε ποτέ.Τίποτε άλλο δεν υπήρχε πλέον για μένα παρά μόνο..ο Πάνος.Κατεβήκαμε από τις σκάλες τρέχοντας ποιος θα προλάβει πρώτος τη πόρτα και..ανοίγοντας την έπεσα επάνω στον Αντώνη πρόσωπο με πρόσωπο .Το βλέμμα του στυλώθηκε στο Πάνο που έφθασε συγχρόνως πίσω μου και τα γαλάζια μάτια του που πρώτα θαύμαζα είχαν το χρώμα της φουρτουνιασμένης θάλασσας.Η φωνή του μας τράνταξε..
- Βλέπω ότι η αποτυχία δεν σε άγγιξε καν κορίτσι μου, που να βρεις χρόνο να σκεφτείς ότι πρέπει να γίνεις κάτι στο μέλλον, να σταθείς πλέον στα πόδια σου όπως ήθελες να λες..Κι εγώ ..με τη θεία σου βέβαια σκεφτήκαμε να έρθεις σήμερα σπίτι να σε παρηγορήσουμε και να σκεφτούμε ίσως σπουδές στο εξωτερικό με δικά μας βέβαια έξοδα.
Μιλούσε και το βλέμμα του ήταν καρφωμένο ερευνητικά στο Πάνο πίσω μου λες και προσπαθούσε να μαντέψει τι ακριβώς είχε συμβεί ανάμεσα μας. Βρήκα την αυτοκυριαρχία μου και του απάντησα αμέσως και ήρεμα.
-Ευχαριστώ θείε μου μα θα το λύσω μόνη μου αυτό το ζήτημα , όπως είπε η θεία με τις δικές μου δυνάμεις πρέπει να προχωρήσω πλέον.Άλλωστε δεν έχω σκοπό να φύγω ούτε να πάρω πλέον χρήματα από εσάς.
Γέλασε ειρωνικά και απευθύνθηκε στο Πάνο.
-Εσύ που από ότι έμαθα είσαι φοιτητής και ζεις βέβαια από τις πλάτες των γονιών σου πες της ότι η ζωή δεν είναι όπως τη φανταζόταν μέχρι τώρα όσο ζούσε στην ασφάλεια που της παρείχαμε..
- Μήπως εσείς δεν το ξέρατε αυτό τότε όταν την στέλνατε στα 18 να ζήσει μόνη της εδώ;
Η απάντηση του Πάνου με τόσο σταθερό και κάποια αντίστοιχη ειρωνεία στην έκφραση του τον έκανε έξαλλο , γύρισε σε μένα και με ρώτησε.
- Θα έρθεις τελικά η θα συνεχίσεις να σαλιαρίζεις; Έφυγα από τη δουλειά μου για να δω πως είσαι..
-Πήγαινε θείε, δεν έχω κάτι να μη μπορώ να το αντιμετωπίσω μόνη μου, τουλάχιστον θα προσπαθήσω. Φίλησε μου τη μικρή Έλενα..και τη Σοφία..πες της να μην ανησυχεί για μένα.Αν θυμάμαι καλά και οι γονείς μου διωγμένοι..μια χαρά τα κατάφεραν.
Έφυγε χωρίς  να πει μια λέξη, το αυτοκίνητο του πετάχτηκε στην άσφαλτο νευρικά δεχόμενο όλη την ένταση και την οργή του.
Ο Πάνος δεν είπε τίποτα, απλά, πέρασε το χέρι του επάνω στους ώμους μου και σιωπηλά πήραμε το δρόμο για το παρκάκι που πηγαίναμε συχνά, αμίλητοι, ο καθένας με τις σκέψεις του και ενωμένοι συγχρόνως με αυτές, Τον ευγνωμονούσα γι' αυτό, η ψυχή μου ανάκατη, άνεμο έδερναν τη κάθε πτυχή της κι εκείνος δίπλα μου απάνεμο λιμάνι. Ακούμπησα το κεφάλι μου στον ώμο του καθώς καθίσαμε στο παγκάκι..πολλές φορές τα λόγια είναι περιττά, μία κίνηση τα λέει όλα.

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2014

22η συνέχεια


Ο Αντώνης δεν μπορούσε να ησυχάσει και να συγκεντρωθεί στη δουλειά του εκείνες τις μέρες. Μέσα του πάλευαν η οργή του για τη χαμένη μάχη με την Ελπίδα . Με πολλή προσπάθεια η συγκράτηση του να μην εξαφανίσει από προσώπου γης αυτό το πιτσιρικά που έτσι ξαφνικά του άλλαξε όλη τη κατάσταση.
 Δεν έμαθε να χάνει, δεν έμαθε να μην αποκτάει ότι έβαζε στο μάτι και στις επιθυμίες του και η Ελπίδα ήταν κάτι απροσδόκητα επιθυμητό για εκείνον.Μέσα του πάλευε ο εγωισμός του και συγχρόνως η σχεδόν αφανής συνείδηση του να καταφέρει ότι αυτό το καιρό του έδινε σκοπό και φόρτιζε με αδρεναλίνη τις φλέβες του.. 
Η Κατερίνα φταίει, σκέφτηκε, αυτή έτσι ξαφνικά άλλαξε τα σχέδια του και την όλη κατάσταση και του φαινόταν εντελώς παράξενο η απροσδόκητη απόφαση της να απομακρύνει έτσι βιαστικά τη μικρή από το σπίτι τους.
Κοιτούσε από το γραφείο του και το γυάλινο τοίχο μπροστά του τους ανθρώπους που μόλις φαινόντουσαν.Σπάνια νοιαζόταν για κάτι άλλο πέρα από ότι τον αφορούσε. Όλα γύρω του ήταν βάση ενός σχεδίου, η γυναίκα του, η κόρη του , η τέλεια οικογενειακή εικόνα που τις πλαισίωνε..Ένα σπίτι που θα ζήλευαν πολλοί, μία δουλειά που την στύλωσε με όλα τα μέσα θεμιτά και αθέμιτα βασιζόμενος βέβαια στα λεφτά της Κατερίνας στην αρχή. Όλα ..μαζί με το υπέροχα διακοσμημένο γραφείο του και την εντυπωσιακή γραμματέα του στην είσοδο που θα ..γινόταν σίγουρα χαλάκι να την πατήσει αν της το ζητούσε ..όλα μαζί έφτιαχναν το κόσμο που ήθελε για εικόνα και εμφάνιση στον επιχειρηματία που κυριαρχούσε στο χρηματιστήριο.
Μέσα του όμως ένοιωθε ένα κενό, κάτι ανεκπλήρωτο, κάτι που τον ωθούσε συνεχώς να βρίσκει απολαύσεις να το γεμίσει. 
Η Ελπίδα ήταν κάτι που στην αρχή είδε στη ζωή του σαν σκουπιδάκι στο μάτι του, θυμάται ακόμα το καυγά που έκανε με τη Κατερίνα όταν τον πίεσε να την πάρουν στη κηδεμονία τους μετά το θάνατο του αδελφού της. Θα βοηθούσε στην εικόνα τους στη κοινωνία του είχε πει εκείνη και ήταν και  η κοινωνική λειτουργός που της είχε γίνει τσιμπούρι και την κοιτούσε με τόσο επιτιμητική ματιά που της έσπαζε τα νεύρα. Δέχθηκε ο Αντώνης απλά γιατί εκείνο το καιρό ήθελε να τραβήξει τη προσοχή της Κατερίνας από μία περιπέτεια του που φοβώταν ότι θα έβγαινε στην επιφάνεια και έτσι έβαλε τους δικηγόρους του να αναλάβουν τη προσωρινή κηδεμονία ,τη διαχείριση του σπιτιού και της ασφάλειας που θα έπαιρνε η μικρή από το θάνατο των γονιών της. Η Κατερίνα τον διαβεβαίωσε ότι θα φρόντιζε η παρουσία της μικρής να είναι σχεδόν αόρατη στο σπίτι και αυτό ήταν γεγονός όχι γιατί το ήθελε εκείνη αλλά γιατί η μικρή ήταν πάντα ένα κλειστό μελαγχολικό παιδί .
Την θυμάται στο γραφείο της κοινωνικής λειτουργού όταν την πρωτοείδε, ένα αδύνατο μικρο κοριτσάκι με χαμηλωμένα τα μάτια και μακριά μαύρα μαλλιά δεμένα με μία μαύρη κορδέλα. Θυμάται ότι ψιθύρισε στη Κατερίνα κάποια στιγμή να της την βγάλει γιατί του έφερνε την ανατριχίλα του θανάτου που κουβαλούσε μέσα στη ψυχή της αυτό το κοριτσάκι. Κάτι τον είχε προειδοποιήσει ότι θα ήταν ένας οιωνός άσχημος για το σπίτι τους μα ήταν τόσο βιαστικός να τελειώσουν με αυτή τη μελιστάλαχτη υποχρέωση που δεν της έδωσε προσοχή..
Πως άλλαξαν όλα ; Πως αυτό το κορίτσι μέσα σε 6 χρόνια έγινε αυτό το πλάσμα που αντίκρισε στην άκρη της σκάλας στο σπίτι τους εκείνη τη  μέρα; Έμεινε άφωνος από την αέρινη νεανική φιγούρα , ένα μείγμα παιδικής αθωότητας και γυναικείας ομορφιάς .Το βλέμμα του τότε χάιδεψε το κάθε εκατοστό της και σταμάτησε στα ρόδινα χείλη που σαν ανοιχτό λουλούδι σε καλούσαν να το κόψεις.
Εκείνη τη στιγμή την έβαλε στη κορυφή των επιθυμιών του και καμία φωνή συνείδησης δεν ήχησε μέσα του. Η Ελπίδα ήταν μικρή..μα στα εξωτικά μέρη που είχε ταξιδέψει είχε ξαπλώσει με μικρότερες από αυτήν και τον ικανοποιούσε η ιδέα ότι αυτός οδηγούσε ένα πλάσμα χωρίς αντίσταση σε δικά του λημέρια απόλαυσης.
Σαν καλός επιχειρηματίας που ήταν έκανε αμέσως το σωστό σχέδιο σκοπεύοντας στο πιο αδύνατο σημείο της μικρής. Τι της έλειπε;..τι ήταν εκείνο που υποσυνείδητα ζητούσε πάντα εκείνη η μελαγχολική ματια και η απρόσωπη παρουσία της στο σπίτι;..Αγάπη..αγάπη και ενδιαφέρον προσωπικό, φροντίδα και τρυφερότητα..της τα έδωσε σε δίσκο κι εκείνη τα πήρε με την αθωότητα της Χιονάτης απέναντι στο φαρμακερό μήλο .
Της έδειξε ενδιαφέρον χωρίς να γίνεται ενοχλητικός, της έκανε δωράκια από αυτά που κάνουν τα κοριτσάκια να χοροπηδούν από τη χαρά τους.Της έμαθε τις Τέχνες και το Θέατρο, το σωστό φαγητό και τη κακόμαθε με μικρές περιποιήσεις. Ένοιωθε ότι τον φοβώταν ,ότι μαζί του πρόσεχε ακόμα και πως κουνούσε τα χέρια της , πως έτρωγε και πως μιλούσε.. Τον ενοχλούσε βέβαια αυτό όμως του ήταν χρήσιμο για να την έχει κατά κάποιο τρόπο υπό την επιρροή του.
Βέβαια ένοιωσε κολακευμένος είναι αλήθεια όταν κατάλαβε ότι τον κοιτούσε σαν το είδωλο της, ότι είχε κρεμαστεί επάνω του σε κάθε απόφαση της. Έγινε κάτι που τον διασκέδασε απόλυτα, ο μέντορας της  σε πολλά και πάνω από όλα τη μόρφωση της. Σαν το σφουγγάρι η Ελπίδα απλά και μόνο για να μη τον στεναχωρήσει διάβαζε κλεισμένη όλο το 24ωρο στο δωμάτιο της. Της γέμισε τη ζωή με μαθήματα, ιδιαίτερα σχετικά με την εμφάνιση και τη συμπεριφορά της και έτσι την απέκλεισε από κάθε επαφή με νέα αγόρια που σίγουρα θα την πλησίαζαν στο σχολείο.
Το μόνο του εμπόδιο ήταν η Κατερίνα που έπρεπε να προσέχει να μη της φανεί παράξενο το ενδιαφέρον του για την ανεψιά του. Όμως η Κατερίνα είχε άλλες προτεραιότητες πάντα , το κόσμο της την ομορφιά της, τη λέσχη της τις φιλανθρωπικές εκδηλώσεις που ανέβαζαν το πρεστίζ της στη κοινωνία. Ακόμα και στη κόρη τους ήταν σχεδόν ανύπαρκτη και η Ελπίδα είχε πάρει τη πιο σημαντική θέση στη ψυχή της μικρής ,ήταν φανερό το τελευταίο καιρό..
Αυτή όμως η απότομη της απόφαση να απομακρύνει την Ελπίδα από το σπίτι πραγματικά τον βρήκε απροετοίμαστο και τον ξάφνιασε και ίσως με την παγωμένη αντίδραση του έχασε σημαντικό βήμα από όσα κατέκτησε στη ψυχή της Ελπίδας. Το πουλί έφυγε από τα χέρια του και δοκίμασε τις φτερούγες του, δύσκολο να το ξαναβάλει στο κλουβί του πάλι..
Πέταξε με δύναμη το ποτήρι που κρατούσε στην ακριβή μοκέτα και κοίταξε μ ενόχληση το λεκέ να απλώνεται επάνω της. Βλαστήμησε δυνατά βγάζοντας όλο το θυμό που είχε μέσα του.
Η γραμματέας του μπήκε απότομα τρομαγμένη από το θόρυβο και τον κοίταξε με φόβο.
-Τι κοιτάς σαν χαζή; καθάρισε τα ..ακύρωσε τα ραντεβού μου..δεν ξέρω πότε θα γυρίσω.
Το ακριβό του αυτοκίνητο τον οδήγησε στο διαμέρισμα που φιλοξενούσε πάντα πανέμορφες μικρούλες με ένα του τηλεφώνημα. Στα κόκκινα μαλλιά της και το καλλίγραμμο γυναικείο κορμί μαθημένο από έρωτα προσπάθησε να σβήσει το θυμό  και τον εγωισμό του .Ο έρωτας του βίαιος και απαιτητικός έγινε αποδεκτός από το πληρωμένο κορμί που είχε μάθει να υπομένει τέτοια ξεσπάσματα.
Ο Αντώνης έφυγε από εκεί σχεδόν μεσάνυχτα και μέσα του είχε πάλι εκείνο το κενό..που δεν γέμιζε με τίποτα..

Κυριακή 14 Σεπτεμβρίου 2014

20η συνέχεια


Ο Πάνος δεν ήταν πρώτη φορά που έβλεπε την Ελπίδα..Όταν την πρωταντίκρυσε στο μπαλκόνι στο παλιό της σπίτι θυμήθηκε αμέσως έστω και αν ήταν μικρός τότε, τις συζητήσεις στο σπίτι του για το "καημένο" το κοριτσάκι που έμεινε ορφανό. Προσπάθησε να δει σ' εκείνη την όμορφη λυγερόκορμη κοπέλα το αδύνατο μελαγχολικό παιδί των  11..12..κάπου τόσο πρέπει να ήταν τότε, που η περιέργεια των 15 του  χρόνων τον οδήγησε να πάει μαζί με τους γονείς του να την δει στη κηδεία των γονιών της. 
Την αντίκρισε με λύπη να κρατάει το χέρι της καθηγήτριας της με το σκούρο φόρεμα που φαινόταν ότι ήταν ξένο επάνω της πιθανόν κάποια προσφορά γειτόνισσας. Τον εντυπωσίασαν και τον πλάκωσαν τη ψυχή  τα "χαμένα μάτια" της που γύριζαν και έψαχναν ολόγυρα λες και αναζητούσε κάποιο γνωστό, κάποιο χέρι να κρατηθεί όρθια..να γαντζωθεί..εκεί..πάνω από το χώμα που σκέπαζε ότι είχε στο κόσμο.
Από τον κύριο Φώτη που είχε το μικρό σούπερ μάρκετ έμαθε ότι γύρισε στο σπίτι της πάλι..Ένα πηγαδάκι από μικρά κουτσομπολιά που τα μετέδιδε από τη μία γειτόνισσα στην άλλη.
- Την έδιωξαν φαίνεται οι θειοί της μάλλον , τους θυμάμαι τους χαμένους ..κρυόπλαστοι και αγέλαστοι και οι δύο. Μου είπε μία φίλη του ζευγαριού τότε ότι την πήραν αναγκαστικά γιατί η κοινωνική λειτουργός τότε τους είχε φορτωθεί μα όσο πίεση μπορούσε..Το καημένο το κορίτσι, θάναι 18 τώρα...Αν θυμάμαι καλά το έλεγαν Ελπίδα..
Εκείνη την μέρα που έπεσε επάνω της ήταν θαρρείς ένα δώρο για να μπορέσει να τη πλησιάσει και να μιλήσει μαζί της, να γνωριστεί. Δεν της μίλησε για το παρελθόν, ούτε καν ρώτησε γιατί και που ήταν μέχρι τώρα..Χάρηκε απλά που η τύχη οδήγησε τα βήματα τους σε αυτό το μικρό ατύχημα.  Όλη την εβδομάδα την έβλεπε κρυφά κάθε φορά που τύχαινε βγει στο μπαλκόνι και κάτι μέσα του τον έσπρωχνε  να την πλησιάσει. Όταν λοιπόν της μίλησε αν και ταραγμένος για το τρόπο που έγινε ένοιωσε υπέροχα.
 Πρόσεξε τα μάτια της..ήταν βέβαια διαφορετική , όμορφη, πιο σίγουρη για τον εαυτό της, το ένοιωσε, τον κατέλαβε η δύναμη που είδε κάπου στο βάθος τους. Το μικρό παιδάκι είχε γίνει μία νεαρή γυναίκα έστω και αν η αθωότητα της ψυχής της κραύγαζε μέσα από το μελαγχολικό υπόστρωμα του κόσμου της.
Άρχισαν να βγαίνουν την επόμενη εβδομάδα σχεδόν κάθε μέρα, μικρή νεανική συντροφιά έτσι αισθανόταν ότι το έβλεπε εκείνη. Ο Πάνος όμως την έβαλε στο βάθος της σκέψης του, τον συνόδευε κάθε μέρα πρωί..μεσημέρι βράδυ..καθώς αναρωτιόταν κάθε στιγμή από την ώρα που ξυπνούσε τι να έκανε εκείνη. Μιλούσαν για αδιάφορα πράγματα, την αναμονή για τα αποτελέσματα..την καθημερινότητα της, τις ανακαλύψεις που έκαμνε στη προσπάθεια της να ζήσει μόνη της.. Όταν την ρώτησε για το κύριο που ερχόταν και την έπαιρνε σχεδόν καθημερινά του είπε ότι ήταν ο άνδρας της θείας της και την είχε στην έννοια και τη καθοδήγηση του.
Ο Πάνος μια φορά τον είχε δει από κοντά και η αλήθεια είναι ότι η εικόνα του και το βλέμμα του δεν του άρεσε καθόλου. Κάτι σαν καμπανάκι μέσα του χτύπησε προειδοποιητικά για όσα θα έφερνε στην Ελπίδα αυτός ο τόσο σίγουρος για τον εαυτό του άνθρωπος έτσι αγέρωχα που τον κεραυνοβόλησε με το βλέμμα του. Όταν την συνόδευε στο σπίτι μετά από τη πρωινή τους προσπάθεια για..τζόκινγκ γύρω από το πάρκο..
Γελούσαν και κοροιδευόντουσαν με την Ελπίδα καθώς έφθαναν στην είσοδο του σπιτιού για το αποτέλεσμα του μικρού αγώνα τους. Ιδρωμένη, με τη ζακέτα της φόρμας της δεμένη στη μέση της εκείνη , χαρούμενη , ανέμελη..πάγωσε όταν αντίκρισε το εξεταστικό βλέμμα του θείου της που όρθιος ακουμπισμένος στο μεγάλο ακριβό αμάξι του την περίμενε στην είσοδο. Τον αποχαιρέτησε βιαστικά μουρμουρίζοντας σιγά μέσα από τα δόντια της μία δικαιολογία και ένα"αύριο"....
Κατάλαβε ότι δεν ήθελε να τον συστήσει και πρόσεξε ότι ανέβηκε μαζί του επάνω λες και ήταν η μαθήτρια που πήγαινε στο γραφείο του διευθυντή περιμένοντας ποινή. Διαισθάνθηκε  τότε ότι υπήρχε ένας δεσμός ανάμεσα τους που ούτε και η ίδια δεν μπορούσε να ελέγξει και να καταλάβει ,κάτι που για εκείνον ήταν ένας ομφάλιος λώρος απομεινάρι της βοήθειας που της έδωσαν τότε όταν την πήραν κοντά τους.
....................................................................................................................................................
- Δεν ξέρω Κυρία Λενιώ μου γιατί ένοιωσα κάπως σαν μαθήτρια που την έπιασαν σε παράπτωμα όταν τον είδα να με κοιτάει σχεδόν εχθρικά. Ξέρω όμως σίγουρα ότι  εγώ ενοχλήθηκα από τη πιεστική εκείνη στάση του, σχεδόν θυμωμένη που χάλασε την ευτυχία των στιγμών μου με τη παρέα του Πάνου. Πριν λίγο μαζί του  ένοιωσα τόσο όμορφα, έβλεπα πόσα κοινά μας ένωναν έστω με τη διαφορά των 4 χρόνων που μας χώριζαν. Ήταν ένα καλό παιδί, φοιτητής στη φιλοσοφική ,από μια αγαπημένη και καλή οικογένεια όπως θα ήταν και οι γονείς μου σίγουρα αν υπήρχαν τώρα δίπλα μου  σκέφτηκα με πικρία . 
 Ήταν απλά ντυμένος  με το μόνιμο τζιν του και τα απλά μπλουζάκια με τα μηνύματα για τη φύση επάνω τους. Θυμάμαι ότι γέλασα με το σοβαρό ύφος του όταν της εξηγούσε ότι ήταν υποχρέωση τους να ..σώσουν τη Καρέτα -Καρέτα και την αρκούδα που κινδύνευε να χαθεί...Πάντα ευγενικός και διακριτικός, ένα σκεπτόμενο άτομο ενώ συγχρόνως όμως διέθετε χιούμορ και τη ζωντάνια της ηλικίας . Επιτέλους πια μπορούσα να κάνω πράγματα υπέροχα μαζί του χωρίς να είμαι σε κάποιο ακριβό χώρο, να μιλώ χωρίς να σκέπτομαι τι λέω και να λογοκρίνω τα λόγια μου πριν μιλήσω , πριν κάνω μία κίνηση όπως έκανα με το θείο  Αντώνη..
Τότε πρόσεξα ότι στη σκέψη μου σαν  πρόθεμα πριν από το όνομα του μπήκε η λέξη "θείος" .Ο Αντώνης μπήκε αυθόρμητα στη θέση που έπρεπε να είναι και η παρουσία του ξαφνικά στη ζωή μου έγινε κάτι σαν απομεινάρι της παλιάς αναγκαίας σχέσης ασφάλειας που είχα ανάγκη τότε..
 Η παρέα του Πάνου δίπλα μου αυτή την εβδομάδα μου έδωσε αυτό που μου έλειπε. Μαζί του ήμουν αυτό ακριβώς που έπρεπε να είμαι..μία νέα κοπέλα με όνειρα και ανάγκη να ζήσω την ηλικία μου.
Ο Αντώνης μου έκανε ανάκριση όταν βρεθήκαμε στο σπίτι επάνω και παραξενεύτηκε όταν τον αντιμετώπισα σχεδόν εχθρικά όπως θα φερόμουν ίσως αν ζούσε ο πατέρας μου και με ανέκρινε για κάποιο ραντεβού. Με τρόμαξε το βλέμμα του και το χέρι του που με έπιασε δυνατά από το μπράτσο και με ταρακούνησε.
- Από πότε βγαίνεις με αυτό τον αλητήριο; Τον είδα πως σε κοιτούσε κι εσύ χασκογελούσες μαζί του. Κοιμήθηκες μαζί του; πότε πρόλαβες να πιάσεις γκόμενο;
Συγκλονίστηκα , σοκαρίστηκα, η έκφραση του, τα λόγια και η στάση του μου "έριξαν" το είδωλο από το βάθρο που το είχα μάλλον βάλει. Είδα μπροστά μου ένα μεγάλο άνθρωπο, κτητικό και απαιτητικά καταπιεστικό που με έκανε να αισθανθώ παγιδευμένη στη σκιά του. Η νεανική μου οργή πλημμύρισε  τη κάθε μου αναστολή , ξέσπασα και του απάντησα με θράσος.
-Δεν είσαι πατέρας μου, θείος μου είσαι και έκανε το καθήκον σου μέχρι τώρα  .Όταν με διώξατε στη κυριολεξία από το σπίτι σας μου δώσατε την ευκαιρία και τη δυνατότητα να ζω πλέον μόνη μου και να αποφασίζω για μένα ότι καλύτερο. Σας ευχαριστώ για όσα κάνατε με ή χωρίς τη θέληση σας ίσως. Όμως αυτό δεν θέλατε; αυτό δεν σκεφτήκατε όταν η θεία μου είπε ότι είναι καιρός να επιστρέψω στο σπίτι μου;
-Δεν το είπα εγώ..
-Δεν είπες τίποτε όμως κόντρα σε αυτό..Γυναίκα σου είναι, σωστά έκανες, άλλωστε ποτέ στο βάθος δεν με ήθελε από την αρχή..ούτε κι εσύ άλλωστε..
- Εγώ..εγώ..σε γνώρισα..σε ανακάλυψα, σε ..έφτιαξα αν το σκέπτεσαι λιγάκι. ότι φοράς σου τα διάλεξα εγώ. Σε έβλεπα διαφορετικά το τελευταίο καιρό..αν κατάλαβες. Ποτέ σου δεν θέλησες παρέα άλλη, τουλάχιστον δεν κατάλαβα κάτι..ή κάνω λάθος; .Μαζί μου γνώρισες και πήρες γνώσεις ζωής που δεν θα ζούσες με τους γονείς σου κι εγώ πήρα όσα με έκανα να νιώσω ότι δημιουργούσα κάτι από την αρχή.
Του απάντησα συγχυσμένη και λίγο έξαλλη ότι είχε κόρη και θα είχε την ευκαιρία να δημιουργήσει σ' αυτή ότι ήθελε. Με ρώτησε αν τον έβλεπα έτσι..σαν πατέρα σαν θείο ..
- Σαν τι άλλο ήθελες να σε δω ...θείε Αντώνη; μάλλον έτσι έπρεπε να σε λέω από την αρχή, ήταν λάθος μου , το καταλαβαίνω τώρα. Σε "ερωτεύτηκα" όπως ερωτεύεται ένα μικρό κορίτσι ένα ηθοποιό ή ένα τραγουδιστή.Σε θαύμαζα..σε ευγνωμονούσα για την αγάπη και το ενδιαφέρον που μου έδινες και τόσο χρειαζόμουν.Μη χαλάσεις σε παρακαλώ την εικόνα που θα αφήσω πίσω μου στις αναμνήσεις μου μαζί σου. 
Με κοίταξε με ένα θολωμένο ύφος, ανάμικτος θυμός και λύπη, οργή και χαμένη πληγωμένη μάλλον αξιοπρέπεια. Άνοιξε τη πόρτα και πήγε να φύγει.
-Θείε..σε παρακαλώ δώσε μου το κλειδί που έχεις, αν σας χρειαστώ θα πάρω τηλέφωνο..
Στάθηκε με γυρισμένη τη πλάτη..κοντοστάθηκε ..άκουσα σχεδόν τα δόντια του να τρίζουν από θυμό . Χτύπησε τη γροθιά του στο τοίχο δίπλα του και έφυγε χτυπώντας τη πόρτα δυνατά πίσω του. 
Ένοιωσα ότι εκείνη την ημέρα είχα κόψει το λώρο που λέγαμε ότι με ένωνε με τη παλιά μου ζωή και αισθάνθηκα επιτέλους ότι έκανα ένα βήμα προς την ελευθερία.. Είχα κάνει λάθος, η απειρία μου, η αθωότητα των αισθημάτων μου και ίσως και η συναίσθηση ότι έφταιξα κι εγώ που παρασύρθηκα από την θεαματική προσφορά του μέχρι τώρα..Τι να δω και κρίνω από τα λάθη μου; Είχα ελαφρυντικά πιστεύω..πάντα θα αναρωτιέμαι πως δεν εκτίμησα σωστά τα γεγονότα, πως δεν είδα όσα έπρεπε, πως δεν απέφυγα το τέλος που δεν φαντάστηκα .

Πέμπτη 31 Ιουλίου 2014

19 η συνέχεια


Έμεινα άφωνη να τον κοιτώ λες και δεν πίστευα αυτό που αντίκριζα. Τα κλειδιά..είχε λοιπόν κλειδιά..τον έστειλε η θεία να με κατασκοπεύσει ίσως. Όμως η εικόνα του μου έδωσε ένα  χορός συναισθημάτων μέσα μου που σάρωσε τη λογική και τη σκέψη. Δεν ξέρω τώρα που το σκέπτομαι αν ήθελα να τον δω, αν ήταν η χαρά αυτό που πήρε τη θέση του ξαφνιάσματος στη παρουσία του ή αν έπρεπε ίσως να σκεφτώ πως  εισβολή του στο μικρό μου πια βασίλειο προοιώνιζε τα δόλια του Δούρειου ίππου .Όμως τώρα που η λογική περνάει πια σε πρώτη θέση στο μυαλό μου πια,  έκανα ότι δεν έπρεπε. Τον αγκάλιασα αυθόρμητα σαν ένα δικό μου άνθρωπο  κρεμάστηκα από το λαιμό του γιατί ήταν μέσα στη μοναξιά του διαμερίσματος μου η..οικογένεια μου.
Αμέσως όμως μετά τραβήχτηκα και ντράπηκα για το θέαμα που είδε μπαίνοντας. Μέσα μου ξύπνησε η εφηβική αντίδραση και τον ρώτησα με επιτέλους λίγη δυσαρέσκεια για τα κλειδιά και την απροειδοποίητη είσοδο του. Μπορεί η ξαφνική παρουσία του να γέμισε το χώρο μου  εδώ μέσα όμως σκέφτηκα με λίγο θυμό ότι αυτό με έκανε να νοιώθω τρωτή και αδύναμη .Το μέλλον που ονειρευόμουν να φτιάξω μόνη μου θα είχε πάντα τη δική τους σκιά.
-Έχετε κλειδιά; Γιατί δεν μου το είπες; Ας έπαιρνες τουλάχιστον ένα τηλέφωνο πριν .Ψέλλισα μέσα στη ταραχή των όσων ένοιωθα.
Δεν ταράχτηκε καθόλου ούτε καν έχασε το χαμόγελο του, ήταν ο Αντώνης που ήξερα ,όπως πάντα ψύχραιμος και κυρίαρχος σαν παρουσία , όμως..είχε κάτι διαφορετικό..στο βλέμμα που με κοιτούσε, στο κρυφό γελάκι στα μάτια του. Προχώρησε αργά μα με τη σταθερότητα που είχε πάντα στις κινήσεις του προς το μέρος μου . Πάντα μου θύμιζε ένα λιοντάρι η παρουσία του , είχε μία κίνηση με επίγνωση της δύναμης του και προκαλούσε στους άλλους απλά και μόνο με τη στάση του την αμηχανία της υποταγής. Έτσι και τώρα με έκανε να νοιώσω πάλι αδύναμη καθώς με περιεργάστηκε όπως κοιτάει κανείς το..φρούτο πριν το πάρει στη χούφτα του για να το δαγκώσει. Άπλωσε το χέρι του κι εγώ ακίνητη τον άφησα να σιάξει τα μαλλιά μου που είχαν ανάκατα πέσει στους ώμους μου από το παιχνίδισμα μου στο χορό. Η φωνή του ακούστηκε χάδι απαλό στ’ αυτιά μου και μαγικό κάλεσμα σειρήνας .
-Μικρή μου σε  σκεπτόμουν μόνη σου και δεν μπορούσα να  μη νοιαστώ. Θέλησα τόσο  να σε δω , μου έλειψες..μας έλειψες δηλαδή γενικά. Η Σοφία μόνο που δεν έκλαιγε στο πρωινό , έβαλε το πιάτο σου στο τραπέζι!  Όσο για τα κλειδιά.. γιατί απορείς; κράτησα ένα για ασφάλεια σου όπως καταλαβαίνεις. Μόνη σου , τόσο μικρή και ευάλωτη κοριτσάκι! Άστα τώρα αυτά..σίγουρα δεν έφαγες και ήρθα να σου προσφέρω πρωινό  όπως σου αξίζει για ξεκίνημα της ελευθερίας σου. Α! είναι και κάτι άλλο..
Σταμάτησε και έβγαλε από το καλοραμμένο όπως πάντα σακάκι του ένα βιβλιάριο και κάποιο φάκελο..
-Εδώ είναι το βιβλιάριο με τις καταθέσεις στο όνομα σου όλων των χρημάτων που εισπράξαμε από τα ενοίκια του σπιτιού αυτού. Στο φάκελο υπάρχουν αποδείξεις, πιστοποιητικά, συμβόλαια, νομικά έγραφα κατοχής του διαμερίσματος και ότι άλλο νόμιζα ότι σου χρειάζεται. Βέβαια εγώ θα είμαι πάντα δίπλα σου μικρή για ότι χρειαστείς , ότι σε απασχολήσει στο μέλλον. Η θεία σου έχει διαφορετική γνώμη , πιστεύει ότι θα μάθεις να «κολυμπάς» μόνο αν βουτήξεις στα νερά μόνη σου. Περιμένεις και αποτελέσματα αν δεν κάνω λάθος..Τι λες; Έχεις ελπίδες; Θα ήταν υπέροχο να γίνεις δικηγόρος και να έχω πλάι μου στο γραφείο, στις δουλειές μου.. Θα ήθελα πολύ να σε έχω πάντα δίπλα μου Ελπίδα!
Δεν ήξερα τι να πω..αυτός ο άνθρωπος είχε καταφέρει το τελευταίο καιρό να με κάνει να τον αισθάνομαι σαν το μόνο στήριγμα μου, με..μάγευε ακόμα και η πιο απλή φροντίδα του για μένα.
-Το ψυγείο έχει τρόφιμα, η θεία μου το γέμισε, μουρμούρισα, μπορώ να φάω κάτι εδώ ξέρεις.
Γέλασε ρίχνοντας πίσω το κεφάλι του και μου έκανε μία κίνηση με το χέρι του να βιαστώ.
-Πάμε, πάμε.. δεν θέλω αντιρρήσεις, σου αξίζει το καλύτερο και θέλω να σε κακομάθω πριν το κάνει κάποιος άλλος. Ντύσου, θα σε περιμένω κάτω, κάνε γρήγορα, η ελεύθερη ώρα μου είναι μέσα σε χρονικά όρια. Κοίταξε το ρολόι του, έριξε μια γρήγορη ματιά στο δωμάτιο με λίγη δυσφορία και έφυγε όπως ήρθε.
Έκλεισε τη πόρτα πίσω του ενώ  εγώ έμεινα να την κοιτώ και να αναρωτιέμαι γι’ αυτό που με έκανε να τον υπακούω και συγχρόνως να νοιώθω τόσο ασφαλής κοντά του. Ντύθηκα και κατέβηκα βιαστικά από τη σκάλα σχεδόν πηδώντας τρία τρία τα σκαλιά. Με περίμενε στο αυτοκίνητο του, μου άνοιξε τη πόρτα από μέσα κι εγώ ..χώθηκα πλάι του .Τον κοίταξα με μία υποταγή στη ματιά μου και αφέθηκα να χαρώ το πρωινό μαζί του διώχνοντας κάθε δισταγμό από μέσα μου.
Έτσι κύλησε μία ολόκληρη εβδομάδα στη νέα μου ζωή,  ερχόταν και με έπαιρνε για φαγητό μεσημεριανό πάντα σε διαφορετικά μέρη όλα ακριβά και ιδιαίτερα συνήθως με θέα τη θάλασσα. Με πήγε  μία βραδιά και σε μία Θεατρική παράσταση  που του ανέφερα κάποια στιγμή ότι ήθελα να δω. Δεν μου μιλούσε ποτέ για τη θεία μου παρά μόνο άλλαζε θέμα στις δικές μου αναφορές σ’ αυτήν. Δεν μου φαινόταν παράξενο, δεν ήταν από αυτούς που κουβεντιάζουν τα της οικογένειας και μπορώ να πω πως η σιωπή του ήταν πάντα..φλύαρη αφού τα μάτια του τα έλεγαν όλα. Θυμάμαι ακόμα τη πρώτη φορά που τους αντίκρισα με τη κοινωνική λειτουργό..τα μάτια του είχαν τη πνοή της αδιαφορίας και τη παγωνιά της άρνησης.
Μία μέρα σηκώθηκα πρωί και παίρνοντας ένα ταξί πήγα στο σπίτι τους , ήθελα τόσο να δω, να αγκαλιάσω τη μικρή Έλενα, τη Σοφία. Ανέβηκα με συγκίνηση τη μεγάλη σκάλα της εισόδου και χτύπησα το κουδούνι σαν επισκέπτρια. Η Σοφία έβγαλε μία φωνή βλέποντας με και με έσφιξε στην αγκαλιά της με συγκίνηση. Αισθάνθηκα τόσο όμορφα στην αγκαλιά της που άφησα τα δάκρυα μου να βρέξουν τον ώμο της.
-Μη κλαις κοριτσάκι μου, σε σκέπτομαι πάντα, μου λείπεις να το ξέρεις. Μαζί με σένα έφυγε από αυτό το σπίτι ο αέρας της αθωότητα που είχες επάνω σου.
Η μικρή Έλενα ούρλιαξε από τη χαρά της μόλις με είδε και έπεσε επάνω μου.
-Έλπη μου, Έλπη μου γιατί έφυγες; Δεν μας αγαπάς πια;
-Και μας αγαπάει και την αγαπούμε Έλενα μου όμως η Ελπίδα μεγάλωσε πια και πρέπει να ζήσει μόνη της.
Η θεία μου στάθηκε δίπλα μας και έσκυψε να με φιλήσει όπως ακριβώς φιλούσε τις φίλες της όταν τις συναντούσε. Η παρουσία της πάγωσε την ατμόσφαιρα και έκανε τη πρόθεση μου να περάσω μαζί τους την ημέρα αυτή μία τυπική φιλική επίσκεψη.
-Λυπάμαι Ελπίδα μου όμως ήρθες απροειδοποίητα και όπως καταλαβαίνεις έχω κανονίσει το πρόγραμμα μου. Μια άλλη φορά χρυσό μου… θα πω και στον Αντώνη να βρεθούμε σαν οικογένεια όλοι μαζί κάπου! Σοφία φεύγω , περιποιήσου την Ελπίδα..
Γέλασα με τη γκριμάτσα της Σοφία πίσω από τη κλειστή πόρτα της.
– Σοφία μου πράγματι τώρα καταλαβαίνω πόσο μου έλειψες…
Πέρασα το πρωινό μου με τη μικρή Έλενα και η καρδιά μου γέμισε με την αγάπη της και το ενδιαφέρον της Σοφίας που μου άρχισε με τρόπο την ανάκριση.. Της είπα για τις επισκέψεις του Αντώνη και την είδα να συννεφιάζει τόσο που έπεσε από το χέρι της το πιάτο με το κέικ που μου έφερνε.
-Πρόσεχε μικρή μου, πρόσεχε..Κοίτα να βρεις κανένα νεαρό να κάνεις παρέα, τι στο καλό ..σε έπαιρναν τηλέφωνα θυμάμαι..
-Δεν μου έκανε κανείς Σοφία μου εντύπωση , ούτε ένοιωσα αυτό το..κάτι που έλεγαν οι φίλες μου..
Πέρασε η ώρα μαζί της και μόνο όταν την είδα να ανησυχεί για το φαγητό που δεν ετοίμασε κατάλαβα ότι έπρεπε να φύγω. Σκέφτηκα με πικρία ότι δεν είχα θέση στο τραπέζι χωρίς πρόσκληση από τη θεία μου.
-Φεύγω Σοφία μου, έχω δουλειές με το σπίτι και τα αποτελέσματα που περιμένω, θα περάσω από το σχολείο ίσως.
Με αποχαιρέτησαν με τη μικρή Έλενα που την τράβηξε από την αγκαλιά μου και κατεβαίνοντας τις σκάλες ήταν λες και είχα τελειώσει με μία υποχρέωση που έπρεπε να κάνω για πολλούς λόγους. Πρώτα από όλα για να νοιώσω αν ακόμα αυτό πίσω μου..ήταν το σπίτι μου..Το κοίταξα, θαύμασα το κήπο όπως τη πρώτη φορά μα..όχι..δεν ήταν πια το σπίτι μου. Το σπίτι μου έπρεπε να το «φτιάξω» μόνη μου, δεν ήταν οι τοίχοι και τα έπιπλα..ήταν όλα όσα θα ζούσα μέσα σε αυτό , όσα θα γέμιζαν σαν αναμνήσεις στο μέλλον η θύμηση του.
Λίγες μέρες μετά..γνώρισα τον Πάνο. Ήταν το αγόρι με το ποδήλατο που είχα δει το πρώτο πρωί στο νέο μου σπίτι και με χαιρέτησε δειλά. Έτσι πάλι συναντηθήκαμε, εκείνος στο ποδήλατο, εγώ απρόσεκτη στη διάβαση..με χτύπησε ελαφρά και έπεσε το δρόμο για να αποφύγει να μου κάνει κάτι περισσότερο.
-Συγνώμη, συγνώμη δεσποινίς, δεν το ήθελα..συγνώμη..
Πήγα κοντά του να τον βοηθήσω, εκείνος ψέλλιζε δικαιολογίες και το πρόσωπο του ήταν κατακόκκινο από τη ταραχή ενώ τα μάτια του χαμηλωμένα αποφεύγοντας να κοιτάξουν τα δικά μου.
Ασυναίσθητα χαμογέλασα πλατιά, σχεδόν..γέλασα γιατί αυθόρμητα σύγκρινα τη σιγουριά του αγέρωχου Αντώνη με το ταραγμένο ντροπαλό πρόσωπο του.

Δεν θα σου πω πολλά , νομίζω ότι κάτι μας ένωσε εκείνη τη στιγμή .Η ψυχολογία λέει ότι η γυναίκα θέλει αντιφατικά πράγματα στην ανδρική παρουσία δίπλα της..την ασφάλεια μα και την προστατευτική μητρική δύναμη επάνω στο σύντροφο της. Ο Πάνος από τη πρώτη στιγμή με κέρδισε με την  ολοκάθαρη ματιά του, την αμηχανία του δίπλα μου να ..αρθρώσει  λέξεις και την κοριτσίστικη διάθεση μου να νοιώσω την υπεροχή της δύναμης του φύλου μου επάνω του. Καταλήξαμε να περπατούμε μαζί και να γνωριζόμαστε με την γρηγοράδα που δύο νέοι μόνον το μπορούν.
( συνεχίζεται)

Σάββατο 21 Ιουνίου 2014

18η συνέχεια


Η Ελπίδα κουλουριασμένη μέσα στη φιλόξενη και ζεστή αγκαλιά της Λενιώς σταμάτησε για λίγο την διήγηση  της σε όσα την οδήγησαν σ' αυτή τη γωνιά στη προσπάθεια της να βρει καταφύγιο.
Η Λενιώ δεν την πίεσε, την άφησε να πάρει μια ανάσα όσο και αν η περιέργεια της είχε φθάσει στο πιο ψηλό σημείο. Ήξερε , καταλάβαινε ..ότι είχαν φθάσει στο καίριο σημείο , δεν χρειαζόταν να είσαι μάντης για να καταλάβεις..Όμως ήθελε να μάθει αν η μικρή έφταιγε σαν μια μικρή Λολίτα στο αποτέλεσμα αυτό ή ο "θείος" ήταν ένας ακόμη παιδεραστής καλυμμένος πίσω από μία θαυμάσια όψη που εκμεταλλεύτηκε την ανάγκη της για ένα..πατέρα..
Η Ελπίδα αναστέναξε και της ζήτησε λίγο νερό..το ήπιε σιγά σιγά λες και προσπαθούσε να σκεφτεί αν έπρεπε να συνεχίσει .Όμως τελικά καταλάβαινε  ότι αυτή η φορά θα ήταν ίσως η μόνη της εξομολόγηση που θα έκανε στη ζωή της. Μέσα της ήθελε να απαλλαγή από  όλα όσα την βάραιναν και είχε αποφασίσει να τα "θάψει" στην αγκαλιά αυτή της γυναίκας .Πήρε λοιπόν ανάσα και συνέχισε να ανοίγει "πόρτες"σε όσα είχε κλείσει φεύγοντας και αφήνοντας πίσω από αυτές όλα όσα ήθελε να ξεχάσει πλέον για πάντα.
-Όταν ανέβηκα στο διαμέρισμα και άνοιξα τη πόρτα με το κλειδί που μου έβαλε στο χέρι η θεία μου ήταν λες και μπήκα σε κάτι που έβλεπα πρώτη φορά.. Μου φάνηκε τόσο μικρό..τόσο απλό..τόσο..άχρωμα άγνωστο. Δεν μπορεί σκέφτηκα.. εδώ γεννήθηκα, εδώ έκανα τα πρώτα μου βήματα, εδώ υπήρχε η οικογένεια μου, οι δικοί μου άνθρωποι. 
Ήταν άδειο, χωρίς έπιπλα, τα χνάρια των ανθρώπων που έζησαν 6 χρόνια σε αυτό υπήρχαν στους τοίχους και όχι των δικών μου..Δεν ήταν αυτό το σπίτι μου..ούτε το άλλο όμως σκέφτηκα με πικρία..Λοιπόν; που ανήκα τελικά;
Ο κόμπος στο λαιμό μου με έπνιγε.. Ποιο ήταν λοιπόν το δικό μου σπίτι σκέφτηκα με πικρία ; Δεν ανήκα πουθενά τελικά..Ήμουν μόνη όπως ακριβώς τότε που κοιτούσα επάνω από το τάφο των γονιών μου τους ανθρώπους ολόγυρα για να δω σε ποιον θα άπλωνα το χέρι...
Θα πίστευες ότι έκλαψα...Κι όμως, απίστευτο, λες και ξαφνικά έχασα μέσα μου ακόμη και αυτή τη δυνατότητα για να αισθανθώ καλύτερα.Έκανα ένα βιαστικό πέρασμα στο μικρό χώρο με τα 2 μικρά δωμάτια και την ακόμα πιο μικρή κουζίνα. Ασυναίσθητα χαμογέλασα μέσα μου με τη σκέψη ότι ήταν μικρότερη ακόμα και από το μπάνιο των θείων μου.
-Μπορούμε να φύγουμε θεία, το είδα ..
Η Κατερίνα άρχισε να μιλά ασταμάτητα λέγοντας της ότι θα της το επίπλωνε και θα φρόντιζε να γίνει ένα άνετο σπιτάκι για ένα νεαρό κορίτσι. Ήταν ευτυχισμένη..το έβλεπε η Ελπίδα, το ένοιωθε ακόμα και στη κίνηση των χεριών της , στο ανάλαφρο βηματισμό μέχρι να μπουν στο αυτοκίνητο της.
-Εκείνο το απόγευμα έγινε μία μικρή γιορτή στο σαλόνι, η τούρτα μου, τα δώρα της θείας, το ανήσυχο βλέμμα της Σοφία,τα γελάκια της μικρής Έλενας , το βαρύ βλέμμα του Αντώνη που απέφευγε το δικό μου.
Κατάλαβα ότι η απόφαση είχε παρθεί,η Κατερίνα είχε πάντα την ηγετική εξουσία , ο χρόνος μου σ' αυτό το σπίτι ήταν μετρημένος.. Δεν θα το κρύψω, κάτι μέσα μου ήθελε να δω στη στάση του Αντώνη τη φροντίδα και την τρυφερότητα, τη προσπάθεια του να με κάνει να νιώσω ότι κάποιος υπήρχε ή θα υπήρχε για μένα.Τι περίμενα περισσότερο; Στην ουσία δεν ήξερα κι εγώ τι αποζητούσε η ψυχή μου, τι μου έλειπε..
Ξέρω κα Λενιώ ότι θα αναρωτιέσαι τι ένοιωθα γι' αυτόν..Τώρα ή μάλλον τότε..στη "άσχημη " στιγμή μου μαζί του κατάλαβα ότι δεν ήμουν ερωτευμένη καν, απλά οι προσπάθειες του να σταθεί δίπλα μου πολλές φορές για όποιο λόγο το έκανε φάνταξε στα χρόνια μου σαν ένα ήρωας μοναδικός. Θαύμαζα το τρόπο που φερόταν τα όσα μου έδινε με τόση χάρη, το τρόπο που έλυνε τα προβλήματα στο σπίτι. Ένοιωθα δίπλα του μικρή μα και συγχρόνως σημαντική όταν με έκαμνε έτσι ακριβώς να νοιώθω..Ίσως  τότε πήρε δίπλα μου τη θέση του πατέρα, του ισχυρού, του προστάτη και η προσωπικότητα του δεν μου έδωσε χώρο να κοιτάξω δίπλα, σε άλλους της ηλικίας μου.Μη νομίζετε ότι δεν με φλέρταραν αγόρια, εγώ δεν είχα μάτια για αυτά...Δεν ξέρω τι είναι έρωτας, ίσως δεν τον ένοιωσα και ίσως δεν τον συναντήσω  έτσι που άλλαξε η ζωή μου. Θαύμαζα τότε το τρόπο που με φερόταν, τα όσα μου δίδαξε, όσα μου έμαθε μέχρι..μέχρι που είδα την άλλη πλευρά..και όχι εκείνη που είχα εξιδανικεύσει σαν είδωλο.
Τελικά η Σοφία είχε δίκιο, περίμενε σαν γεράκι να γίνω 18..να ανοίξω φτερά και να κάνω το πρώτο πέταγμα από τη φωλιά..αμάθητη,άπειρη ευκολόπιστη...Θεέ μου πόσο με άλλαξε.  Δεν θέλω να σε κουράσω άλλο, δεν θέλω κι εγώ να ντρέπομαι ακόμα και που σου τα λέω.
Η Κατερίνα έφτιαξε το σπίτι μέσα σε μία εβδομάδα αν το πιστεύεις. Τίποτε το εξεζητημένο, δεν της άρεσαν τα ..έξοδα χωρίς σημαντικό λόγο κι εγώ πλέον ήμουν ασήμαντος, σχεδόν ενοχλητικός. Η Σοφία με γέμιζε συμβουλές στα κρυφά, με κούραζε το ενδιαφέρον της και ίσως η..ανόητη τότε  ένοιωθα οργή που με έβλεπε σαν αδύναμο κρίκο .Θα έβλεπαν ..μπορούσα να ζήσω μόνη μου χωρίς να φοβάμαι κανένα.
Στις 15 μέρες τους αποχαιρετούσα στην ίδια σκάλα που κοιτούσα με δέος μικρή στα 12 όταν πρωτοήρθα. Μόνο η Σοφία και η Έλενα έκλαψαν στην αγκαλιά μου.....μόνον γι' αυτές έκλαψα κι εγώ.
Ο Αντώνης σιωπηλός δίπλα στη γυναίκα του με κοιτούσε από το καθρεπτάκι κ εγώ άφησα τη ματιά μου αδιάφορα να ακολουθεί τους δρόμους πίσω από το τζάμι του αυτοκινήτου, την αγωνία και τη θλίψη μου τη κρατούσα μέσα μου.
Φθάσαμε, μου ανέβασαν τις βαλίτσες με τα ρούχα μου , η Κατερίνα μου έδωσε οδηγίες για τα ηλεκτρικά που είχε βάλει και..και..ένα αγκάλιασμα , ένα φιλί στο μέτωπο.Ο  Αντώνης με αγκάλιασε με διακριτικότητα, το χέρι του μόνο με χάιδεψε στιγμιαία το σβέρκο μου πίσω από τα μαλλιά μου . 
-Ότι χρειαστείς δεν είναι ανάγκη να σου το πούμε..θα ήμαστε σε επαφή μικρή.
Ένα βλέμμα τελευταίο επάνω μου και η πόρτα έκλεισε πίσω τους, κάπως σκέφτηκα  όπως αφήνεις κανείς ένα ..γατάκι στην άκρη του πεζοδρομίου να διασχίσει μόνο του το δρόμο......
Ακούμπησα τη πλάτη επάνω της, κοίταξα ολόγυρα και πήρα ανάσα δυνατή. Χαμογέλασα στο αύριο και σκέφτηκα ότι δεν χρειαζόμουν κανένα..είχα όλα όσα ήθελα για να ξεκινήσω τη ζωή μου.Έτρεξα στο δωμάτιο με το κρεβάτι μου ανέβηκα επάνω του και άρχισα να χοροπηδώ κοιτάζοντας συγχρόνως τον εαυτό μου στο καθρέπτη.
Αύριο κι όλας θα έφτιαχνα ένα πλάνο της ζωής μου, τι θα επεδίωκα, τι θα έπρεπε να μάθω, είχα να περιμένω και τα αποτελέσματα των εξετάσεων μου..Είχα τόσα πράγματα να ασχοληθώ που σίγουρα δεν θα είχα χρόνο να νιώσω μοναξιά.
Εκείνο το βράδυ όμως παίζοντας με το τηλεκοντρόλ στο χέρι η μοναξιά είχε το χρώμα της σιωπής στο νέο χώρο, καμία φωνή, κανένα γελάκι της Έλενας..Μόνο η φιγούρα μου στο καθρέπτη και μία ανατριχίλα της ..παρουσίας των σκιών των γονιών μου ίσως. Τράβηξα το σεντόνι επάνω από το κεφάλι μου και έκλεισα δυνατά τα μάτια να μη βλέπω ούτε καν τις σκιές των αναμνήσεων μου.Κάπως έτσι με πήρε ο ύπνος, φοβισμένη, μικρή όσο ποτέ. Κάτι μου έφερε σαν αστραπή την εικόνα μου στο κρεβάτι του ασύλου που με πήγαν την νύχτα που τους έχασα.
Ξύπνησα από το θόρυβο των αυτοκινήτων έξω από το σπίτι, διάφορες φωνές, κάποια κορναρίσματα..μία καινούργια μέρα σκέφτηκα!
Το φως διώχνει πάντα κάθε σκιά κι εγώ εντελώς διαφορετική πλέον από χθες άνοιξα τη ροζ κουρτίνα με τα μπουκετάκια λουλουδιών επάνω της και βγήκα στο μικρό μπαλκόνι. Η αχτίδες του ήλιου με έκαναν να βάλω το χέρι μπροστά στα μάτια μου. Ένας νεαρός απέναντι το πέρασε για χαιρετισμό και μου κούνησε το δικό του κοντεύοντας να πέσει από το ποδήλατο. Γέλασα, μπήκα μέσα και άρχισα να στριφογυρίζω, τι χαζή που ήμουν χθες σκέφτηκα..είμαι μόνη, νέα και μπορώ να τα καταφέρω μόνη μου πλέον!
Έβαλα το ραδιόφωνο σε ένα σταθμό δυνατά και άρχισα να χορεύω..να χορεύω...ο  θόρυβος του κάλυπτε κάθε ήχο από έξω και καθώς στριφογύριζα έχασα την  ισορροπία μου και..έπεσα στα χέρια του Αντώνη !
Τραβήχτηκα τρομαγμένη και τον είδα να μου χαμογελά με εκείνο το βλέμμα της απίστευτης σιγουριάς στον εαυτό του και στα χέρια του να παίζει τα κλειδιά του σπιτιού..