Παρασκευή 2 Οκτωβρίου 2015

39η Συνέχεια


Κοιμήθηκε έτσι όπως ήταν  με τα ρούχα , κουβαριασμένη στο κρεβάτι της παλεύοντας με σκόρπιες αναμνήσεις που οι περισσότερες την πλήγωναν όπως πληγώνει τη σάρκα τα αγκάθια του  τριαντάφυλλου που κράτησε στο χέρι απρόσεκτα  ποθώντας το άρωμα που ανέδιδε.
Το πρωί ήταν ακόμα πιο άσχημα, είχε πυρετό και το στήθος της δεν μπορούσε καν να το αγγίξει. Σηκώθηκε και έριξε στο πρόσωπο της λίγο νερό , τα μάτια της με κύκλους ολόγυρα, τα μαλλιά της σε άσχημη κατάσταση θαμπά και οι ελαφριές κόκκινες ανταύγειες τους έχασαν τη λάμψη  της που της έδιναν κάποτε. Στηρίχθηκε στη λεκάνη και πάλεψε με τη τάση που είχε να κάνει εμετό  , κάτι μέσα της όμως , κάτι το άγνωστο  βγήκε λες από το πουθενά, την ταρακούνησε και την έκανε να στυλώσει τα μάτια της στο καθρέπτη  στην εικόνα που έβλεπε. Σκέφτηκε όλους όσους είχε βάλει στη ..μαύρη λίστα της ψυχής της, σκέφτηκε την ικανοποίηση που θα τους έδινε αν γονάτιζε.  Ζύγισε τα απομεινάρια της δύναμης της και πήρε την απόφαση να μη δώσει σε κανένα τίποτε άλλο εκτός από την επιθυμία της να τους πονέσει όσο περισσότερο μπορούσε. Θυμήθηκε ότι κάπου μέσα στο ντουλάπι υπήρχε ένα μικρό καμινέτο με αέριο για "κάποια στιγμή διακοπής ρεύματος " όπως της είχε πει τότε η θεία της  που φρόντισε για την εγκατάσταση της στο σπίτι των γονιών της . Άρχισε να ψάχνει και ένοιωσε μία μικρή νίκη όταν το έβαλε μπροστά της στο πάγκο της κουζίνας και άρχισε να ζεσταίνει νερό σε κάποιο μικρό κατσαρολάκι.  Θυμήθηκε ότι το είχε κάποια στιγμή διαβάσει κάπου στο ιντερνέτ, το στήθος μαλάκωνε με ζεστές κομπρέσες και με μαλάξεις έβγαζες το γάλα που είχε συσσωρευτεί, μετά κάτι θα έκανε γι' αυτό, έπρεπε να βγει από εδώ  μέσα και να οργανωθεί. 
Δεν έπρεπε κανείς να δει ότι επέστρεψε και ιδιαίτερα ο Πάνος ή κάποιος που την γνώριζε, έπρεπε να επιστρέψει στη ζωή με διαφορετικό τρόπο και να κερδίσει το χαμένο χρόνο, τις χαμένες ευκαιρίες που τις προσπέρασε .
Όταν σκεπτόταν το Πάνο ένοιωθε ένα μαχαίρι να στριφογυρίζει στη καρδιά της, το καθάριο βλέμμα του, η ευγένεια του, τη γεμάτη ενδιαφέρον γι' αυτήν καθημερινή του καλημέρα ..ο Πάνος..και τι δεν θα έδινε για να βρεθεί στην αγκαλιά του και να ανοίξει τη ψυχή της .
Αραίωνε το ζεστό νερό  συνεχώς με το κρύο σε μία λεκάνη και έπλυνε το κορμί της όσο μπορούσε καλύτερα κάνοντας οικονομία στο νερό. Με ζεστές κομπρέσες και απέραντο πόνο κατάφερε να βγάλει από μέσα της την ..απόδειξη μιας..πράξης που είχε διαγράψει από τη ζωή της χθες ακόμη .Πάλευε 2 ολόκληρες ώρες μέσα στο μπάνιο να συνέλθει και τέλος τυλιγμένη με μία καθαρή πετσέτα και ανακουφισμένη πήγε και στάθηκε πίσω από τη λευκή κουρτίνα προσπαθώντας μέσα από αυτήν να ψάξει όσο μπορούσε καλύτερα το δρόμο, τη γειτονιά, τα σπίτια, τους ανθρώπους.
Ήταν στο μπαλκόνι τότε όταν τον είχε πρωτοδεί, εκεί στο δρομάκι απέναντι επάνω στο ποδήλατο του , του χαμογέλασε, της κούνησε το χέρι..
Ο Πάνος, η μόνη αθώα σχέση της ζωής της που θα κρατούσε πάντα έτσι μέσα στα βάθη της καρδιάς της. Αποφάσισε να κρατήσει πλέον μέσα της ένα χώρο δικό της, μόνον για εκείνη , ένα καταφύγιο, εκεί που θα έχτιζε ένα φανταστικό βασίλειο ερμητικά δικό της και απρόσιτο από κάθε κακή αύρα. Εκεί θα κατέφευγε όποτε χρειαζόταν να θυμάται ότι ήταν το μικρό νεαρό κορίτσι που αρνήθηκε να κάνει έρωτα με τον ερωτευμένο Πάνο γιατί ήθελε να ζήσει αυτή τη στιγμή έτοιμη και αποφασισμένη να τη γευτεί σαν μοναδική, έχασε αυτή τη στιγμή δυστυχώς.. Τώρα ήξερε ότι πρέπει να ζεις τη κάθε απρόσμενη χαρά  που σου δίνει η ζωή, ότι έχασε ότι καλύτερο υπήρχε για να γευτεί την ονειρική πρώτη φορά δίπλα σε κάποιον που θα της την χάριζε με όλη τη δύναμη της ψυχής και του νεανικού κορμιού του. Το κορίτσι  τελικά έζησε αυτή τη μοναδικότητα  με το πιο σκληρό τρόπο, και  αποχαιρέτησε το όνειρο της  άδοξα,  σαν το νερό της πηγής  που κύλησε μέσα από τα ανοιχτά της δάχτυλα όταν της βρέθηκε μπροστά στο δρόμο της.
Άνοιξε τη ντουλάπα της και βρήκε τα πάντα όπως τα άφησε, η παλιά ήρεμη νεανική ζωή της αντικαθρεπτίζοντας στα νεανικά ακριβά ρούχα που της έβαλαν εκεί . Ντύθηκε προσεκτικά με κάτι απλό και βλέποντας τον εαυτό της στο καθρέπτη ανακάλυψε ότι δεν ήταν μόνο το τζιν που δεν κούμπωνε πλέον εύκολα μα και η όλη εικόνα της είχε αλλάξει  . Είχε θαρρείς..σκληρύνει το βλέμμα της, το σώμα της είχε μία σφραγίδα γυναικεία στις καμπύλες που κάποτε δεν είχε και μόνο οι μαύροι κύκλου γύρω από τα μάτια της δήλωναν τα όσα είχε περάσει. Ξέχασε σκέφτηκε τους αβάσταχτους πόνους του κορμιού της καθώς ξεριζωνόταν  το..μωρό από μέσα της μα δεν μπόρεσε  να διώξει εκείνο το πόνο που ένοιωσε όταν έκλεισε τη πόρτα πίσω της και έσβησε από τη μνήμη της ότι εγκατέλειψε στη Λενιώ. Απώθησε την ανάμνηση, την έσβησε, την έδιωξε σαν κάτι το απεχθές..δεν ήθελε να υπάρχει στο μέλλον της πια.
Ντύθηκε και βγήκε προσεκτικά κοιτώντας σαν ένοχη τους ανθρώπους που την προσπερνούσαν με το φόβο μήπως κάποιος την αναγνωρίσει. Πήρε ένα ταξί και πήγε σε άλλη περιοχή, χώθηκε σε ένα εμπορικό κέντρο και διάλεξε ένα καφέ. Ήθελε σκεφτεί, να βάλει τις προτεραιότητες της σε λίστα με πρώτο από όλα το θέμα της υγείας της , το γάλα που έπρεπε να σταματήσει. Πριν καθίσει λοιπόν έψαξε για ένα φαρμακείο που ήξερε ότι υπήρχε εκεί. Πήρε ένα αθώο ύφος άγνοιας και ρώτησε το φαρμακοποιό όσο μπορούσε πιο ..γλυκά :
- Συγνώμη, η αδελφή μου γέννησε πρόσφατα και μου έδωσε μία συνταγή του γιατρού της να πάρω ένα φάρμακο για να σταματήσει το γάλα της. Βλέπετε αρχίζει δουλειά και δεν μπορεί να το θηλάζει πλέον. Το πρόβλημα μου είναι ότι έχασα τη συνταγή και...καταλαβαίνετε..τι θα της πω..θα θυμώσει.. 
Ο φαρμακοποιός την κοίταξε με κατανόηση.
-Κρίμα που σταματάει το θηλασμό, ελπίζω να έχει πάρει το παιδί έστω και λίγο όλα τα οφέλη του θηλασμού.
-Σίγουρα..έχει καιρό που το θηλάζει ..όμως πρέπει να γυρίσει στη δουλειά της..καταλαβαίνετε..
-Θα σας δώσω ένα σκεύασμα ελπίζω να είναι το κατάλληλο και να συμπίπτει με την εντολή του γιατρού της , όμως αν είναι διαφορετικό φέρτε το μου πίσω με νέα συνταγή να σας το αλλάξω.
Της έδωσε το φάρμακο  και της εξήγησε τι έπρεπε να πει στην αδελφή της!!!
Έφυγε από το φαρμακείο όσο πιο γρήγορα μπορούσε χαρούμενη που τα πράγματα έγιναν πιο εύκολα από όσο περίμενε. Κάθισε στο καφέ και πήρε αμέσως το πρώτο χάπι με λίγο νερό. Σκέφτηκε ότι έπρεπε να κάνει δίαιτα, να μη πίνει τόσα υγρά και να αποφεύγει όλα όσα από τις τροφές θα της μεγάλωνα το πρόβλημα. Ζήτησε ένα σκέτο καφέ και ένα απλό κουλούρι αν και πεινούσε υπερβολικά.
Το κινητό της ήταν κλειστό, χωρίς ρεύμα στο σπίτι δεν μπόρεσε να το φορτίσει..άχρηστο κι αυτό στα χέρια της σαν τη ζωή και το μέλλον της. Έπρεπε να κάνει μία νέα αρχή, σίγουρα οι θείοι της θα έμαθαν ότι πήρε τα χρήματα της, ίσως πήγαιναν στο σπίτι της έπρεπε λοιπόν να το εγκαταλείψει  μα σίγουρα δεν θα έφευγε χωρίς κάποια ρούχα για ξεκίνημα. Ήθελε τόσο να είχε κάποιον να συμβουλευτεί, να ρωτήσει για τα επόμενα βήματα της, κάποιον που θα της έδειχνε το σωστό δρόμο για να βγει από το αδιέξοδο..Κράτησε το κεφάλι μέσα στις παλάμες της και το έσφιξε απεγνωσμένα λες και έτσι θα κατέβαζε λύσεις και θα άνοιγε πόρτες για το φως.
-Δεσποινίς είστε καλά; Έχετε κάποιο πρόβλημα;
Σήκωσε το κεφάλι με μάτια δακρυσμένα και αντίκρισε ένα βλέμμα γεμάτο ενδιαφέρον να την ερευνάει και συγχρόνως να την "χαϊδεύει" με τρυφερότητα. Ήταν ένας άνδρας μεγάλος σχετικά, βαστούσε μία τσάντα στο χέρι και μία εφημερίδα παραμάσχαλα. Η Ελπίδα είχε από τον Αντώνη τη πείρα να ξεχωρίζει το ακριβό και προσεγμένο ντύσιμο, το πανάκριβο ρολόι, τα δερμάτινα  σινιέ παπούτσια και τα πολυπεριποιημένα χέρια του.
-Κλαίτε; είναι δυνατόν να κλαίει μία όμορφη δεσποινίς σαν κι εσάς; Μπορώ να βοηθήσω σε κάτι χωρίς να..παρεξηγηθώ;
Δεν περίμενε απάντηση, κάθισε με άνεση στην άδεια καρέκλα δίπλα της και έκανε νόημα το σερβιτόρο με  λέγοντας του: -Το συνηθισμένο μου.
Η Ελπίδα έμεινε ακίνητη, θαρρείς παγωμένη, αδιάφορη από την ενόχληση που ίσως ήταν και ύποπτη , δεν φοβόταν τίποτε πλέον, δεν είχε κάτι να χάσει ούτε ήλπιζε σε περισσότερα από όσα περίμενε..
-Παρακαλώ δεν θέλω να παρεξηγηθώ, ονομάζομαι Άρης Πανταζόπουλος και είμαι δικηγόρος, έχω το γραφείο μου εδώ δίπλα από το εμπορικό, συνήθως πίνω εδώ το καφέ μου για να προετοιμαστώ ψυχολογικά για την  επόμενη μέρα μου.
Της άπλωσε το χέρι  κι εκείνη το κοίταξε μέσα από τα δάκρυα της σχεδόν παραξενεμένα..μετά έδωσε δειλά το δικό της και του είπε το όνομα της.
-Ελπίδα, με λένε Ελπίδα..
-Τι υπέροχο όνομα, φαντάζομαι ότι μάλλον με τόσα δάκρυα στα όμορφα μάτια σου ξέχασες την έννοια του ονόματος σου μικρή μου. 
Έτσι εκείνη τη μέρα μπήκε στη ζωή της ο Άρης , την "μάζεψε" σαν το χέρι που μαζεύει ένα πληγωμένο πουλί και προσπαθεί να του αφιερώσει τη φροντίδα για να το κάνει να πετάξει ξανά. Την νύχτα εκείνη κοιμήθηκε στο σπίτι του , τον ακολούθησε όπως το αρνί τον άγνωστο που του βάζει σκοινί στο λαιμό και το οδηγεί στο μαντρί. Μόνο που ο Άρης  αποδείχθηκε ένα τρυφερός , ευγενικός άνθρωπος, μοναχικός θα έλεγε κανείς με μόνη αγάπη και όνειρο τη δουλειά του. Δεν τον αγάπησε ποτέ..όχι γιατί δεν το άξιζε αλλά γιατί εκείνη αποφάσισε να κλείσει τη πόρτα  στη καρδιά της σαν μία προσωπική τιμωρία για τις παλιές επιλογές της.
 Ο Άρης έγινε το πρώτο σκαλοπάτι της, εκείνος που την οδήγησε σε σωστές επιλογές για να πατήσει και να ανέβει εκεί που ήθελε πεισματικά πια, στη κορυφή. Δεν την ρώτησε ποτέ για ότι δεν του αποκάλυψε εκείνη και απλά δεχόταν σαν δώρο ότι του έδινε, τα πιο απλά, τα πιο ελάχιστα. Την έγραψε σε ιδιωτικό ξένο πανεπιστήμιο, την βοήθησε να αποκτήσει γνώσεις διοίκησης  επιχειρήσεων και όταν συναντιόντουσαν τα βράδια άδειαζε στα χέρια της ότι τον τυράννησε την ημέρα του . Του αρκούσε που τον άκουγε, που δεν τον έλεγχε,  που δεν ζήλευε , που δεν ήθελε από αυτόν τίποτε περισσότερο από όσα της έδινε. Τον γοήτευε η αίσθηση που ένοιωσε από τη πρώτη στιγμή που την κράτησε γυμνή στην αγκαλιά του ότι της μάθαινε κάτι από την αρχή, ότι έπρεπε να της δείξει ότι καλύτερο μπορούσε για να την κάνει να ζήσει σωστά τη μοναδικότητα του έρωτα. Εκείνος σχεδόν 40 ..εκείνη σχεδόν παιδί..πάλευε μέσα του με το σωστό το λάθος μα κάθε μέρα δίπλα της ήταν ένα ακόμη βήμα σε μία εθιστική σχέση από μέρους του.  Δεν μπορούσε να την κατηγορήσει για τίποτα, δεν του ζητούσε , δεν διαμαρτυρόταν απλά δεχόταν και ζούσε το σήμερα.
Άρχισε να νοιώθει άγχος ότι θα την χάσει και ας μη της το έλεγε, δεν τολμούσε να της ζητήσει αυτό που γυρόφερνε στο μυαλό του το τελευταίο καιρό γιατί ήξερε, το ένοιωθε ότι θα αρνιόταν και θα την έχανε για πάντα. Της έδινε λοιπόν απεριόριστα κάθε τι που θα την βοηθούσε να ικανοποιήσει την εικόνα που έβλεπε να χτίζει ολόγυρα της. Το "παραδεισένιο πουλί" που βρέθηκε πληγωμένο στο δρόμο του άνοιγε πια τα φτερά, το έβλεπε, το ένοιωθε, το παρακολουθούσε να ομορφαίνει, να δοκιμάζει τις δυνάμεις του ...να πλησιάζει τη πόρτα του χρυσού κλουβιού αδιάφορο για το τι θα άφηνε πίσω του. 
Τότε κατάλαβε ότι την ερωτεύτηκε, ότι ήταν αργά γι' αυτόν γιατί κάτι μέσα της δεν μπόρεσε ποτέ να κάνει δικό του ακόμη και όταν κέρδιζε τη απόλαυση του έρωτα της. Αυτά τα 4 χρόνια δίπλα της ήταν Παράδεισο και Κόλαση μαζί πλέον το τελευταίο καιρό και κάτι μέσα του.. ένα κουδούνι χτυπούσε συναγερμό ότι έφθανε η ώρα που έπρεπε να τη χάσει.
Η Ελπίδα είχε εδώ και λίγο καιρό κάνει έρευνα για μεταπτυχιακό σε Πανεπιστήμιο στο εξωτερικό, ήταν καιρός να κάνει το επόμενο βήμα και μέσα της έψαχνε να βρει τα κατάλληλα λόγια να το ανακοινώσει στον Άρη. Δεν της ήταν εύκολο γιατί καταλάβαινε ότι θα τον πλήγωνε μα γι' αυτήν ήταν λες και θα αποχαιρετούσε ένα καλό φίλο λίγο πριν πάρει ο καθένας το δρόμο του. Του χρωστούσε πολλά, θα έλεγε καλύτερα τα πάντα μα...δεν του τα είχε ζητήσει..απλά πήρε ότι της έδωσε !
Εκείνες τις μέρες κάτι μέσα της την οδηγούσε σε παλιά λημέρια, σε ξεχασμένες διαδρομές της προηγούμενης λες ζωής της , εκείνης που ξέχασε, που ξέγραψε από το μαυροπίνακα της.
Ο Άρης της είχε παραχωρήσει ένα μικρό Smart  που είχε για μέσα στη πόλη αμέσως μετά που πήρε το δίπλωμα οδήγησης της. Τον ευχαρίστησε με ένα χαμόγελο της που ήξερε ότι λάτρευε και ένα ερωτικό ταξίδι το βράδυ που τον σαγήνευε και τον κρατούσε παθητικά δικό της. Τον εκμεταλλεύτηκε, το ήξερε, μα δεν του υποσχέθηκε ποτέ κάτι, δεν του είπε ποτέ ψέματα, δεν του ψιθύρισε ακόμα και στους πόθους της επάνω τη λέξη: Σ΄αγαπώ...
Πήγε πρώτα στο τάφο των γονιών της, η θεία της τον είχε αγοράσει για να μη χρειαστεί να τους βγάλουν ποτέ, σκέφτηκε ότι ίσως σε αυτό το τάφο θα έμπαινε κάποτε κι αυτή.. Τον βρήκε απεριποίητο και άχρωμο, φανερό ότι κανείς δεν τον επισκέφτηκε ποτέ..
-Μανούλα...μπαμπά..συγνώμη τι να πρωτοπώ για πόσα να ζητήσω συγχώρεση και έλεος, δεν είμαι εγώ πια μαμά...είμαι μία άλλη .Εκείνη που γεννήσατε πέθανε εδώ και καιρό μαμά..εγώ πια  θα βαδίσω σε όποιο δρόμο βρω μπροστά μου ανοιχτό , θα διώξω τα εμπόδια, θα ανέβω κάθε βουνό με όποιο τρόπο  μπορέσω. Συγνώμη ..μόνον από εσάς θα ζητήσω και από κανέναν άλλο..Δεν ξέρω που θα με οδηγήσει η ζωή μα θα παλέψω για όλα.. Αντίο μαμά..μπαμπά..μη με κοιτάτε..ίσως ντραπείτε για μένα.
Η επόμενη στάση της ήταν το σπίτι της, ανέβηκε προσεκτικά, άνοιξε τη κουρτίνα για να μπει το φως και στάθηκε ώρα πίσω από το παράθυρο με μία ελπίδα, να δει το Πάνο να περνάει όπως τότε με το ποδήλατο.. Μα δεν πέρασε ποτέ, δεν είδε κανένα γνωστό πρόσωπο , έκλεισε τη κουρτίνα, κατέβηκε από τις σκάλες και πάλεψε με την επιθυμία να περάσει από τη πόρτα του σπιτιού του . Τότε έπεσε επάνω  σε κάποιον , άκουσε το όνομα της και έσπασε η καρδιά της από το φόβο. ήταν ο Κώστας , ο φίλος του Πάνου, ο κολλητός του.
-Ελπίδα; Ελπίδα εσύ;  Είναι δυνατόν ; που ήσουν τόσο καιρό;