Τετάρτη 15 Απριλίου 2015

30η συνέχεια

Έτσι γύρισε λοιπόν στην καθημερινότητα της δουλειάς της, έπεσε όπως λένε με τα μούτρα σ’ αυτήν προσπαθώντας να βάλει άλλους ορίζοντες στη ζωή της. Η Μαίρη τελικά βλέποντας ότι η παρουσία της στο σπίτι έκανε καλό και στις δύο της πρότεινε να συγκατοικήσουν και έτσι η Λενιώ κοντά της απέφυγε τη μοναξιά και τις σκέψεις..Η Μαίρη ποτέ δεν της μίλησε περιέργως ξανά για τον Νίκο , δεν την ρώτησε ποτέ γιατί και πως κάθε φορά που την έβλεπε μελαγχολική. Αντίθετα ο χαρωπός και σκανδαλιάρικος χαρακτήρας της όρθωσε και στήριξε με το δικό του τρόπο τις μέρες της απελπισίας της. Τα βράδια όποτε συμπίπτανε τα ωράρια και έμεναν σπίτι το μόνο που έκαναν ήταν να ξεκουραστούν και να κάνουν γελώντας μία μικρή αναδρομή σε γεγονότα αστεία της εβδομάδας τους. Μοιραζόντουσαν τα έξοδα και τις δουλειές και σε λίγο κατάλαβαν ότι η συγκατοίκηση τους ήταν δώρο Θεού γι’ αυτές.
Έτσι πέρασαν 2 χρόνια και ήρθε κάτι που..άλλαξε τα πράγματα. Η Μαίρη σχετιζόταν με ένα συνάδελφο της κοντά 4 χρόνια, καλό παιδί ο Στάθης , με κοινά προβλήματα και ενδιαφέροντα γρήγορα τους οδήγησε στην απόφαση να παντρευτούν. Η Μαίρη το ανακοίνωσε διστακτικά και με κάποια ενοχή στη Λενιώ ξέροντας ότι αυτό θα άλλαζε τη ζωή τους. Η Λενιώ την αγκάλιασε σφίγγοντας την με δύναμη επάνω της.
-Γλυκιά μου να είστε ευτυχισμένοι, το αξίζετε και οι δύο. Χαμογέλα και κάνε το βήμα γρήγορα χωρίς να σκέπτεσαι τίποτε άλλο.
-Λενιώ μου υπάρχει και κάτι άλλο, παίρνουμε και οι δύο μετάθεση σε νοσοκομείο ώστε να ήμαστε μαζί και κοντά σε μέρος που θέλουμε να ζήσουμε. Θέλω να έχω τους γονείς μου κοντά μας ώστε..αν έρθει ένα παιδί..να υπάρχει κάποιος να βοηθήσει.
-Να κάνεις ότι σου λέει η καρδιά και το μυαλό σου Μαίρη μου, σου οφείλω πολλά και εύχομαι ο Θεός να σου τα ανταποδώσει όπως τα θέλεις.
Εκείνο το βράδυ στο μυαλό της Λενιώς καρφώθηκε μία ιδέα που όταν της ερχόταν παλιά την..προσπερνούσε. Να φύγει, να εγκαταλείψει τη πόλη και να γυρίσει στο… χωριό της..στις ρίζες της. Τόσο καιρό με την κλειστή ζωή που ζούσε είχε καταφέρει να μαζέψει κάποια χρήματα. Είχε στην άκρη και ότι της άφησαν οι καλοί ανάδοχοι γονείς της. Το σπίτι στη Κρήτη το είχε κλειστό, δεν ξαναπήγε ποτέ στη Κρήτη μετά το χαμό τους. Μάθαινε από το δικηγόρο και τη γειτόνισσα που το περιποιόταν ότι εκεί φιλοξενούσαν όποιον είχε ανάγκη και το τελευταίο καιρό έμενε ο ιερέας που ήρθε στο χωριό για την εκκλησία. Την ρώτησαν αν ήθελε ενοίκιο και απάντησε στο δικηγόρο ότι θα ήθελε ο νέος ιερέας να κάνει ότι ήταν πρέπον για τους φτωχούς του χωριού στο όνομα του Παπά Μανώλη και της κυρίας Ιουλίας.
Έτσι η ιδέα της φυγής καρφώθηκε σαν ένα νέο ξεκίνημα στη ζωή της και ο γάμος της Μαίρης 4 μήνες μετά της έδωσε τη δικαιολογία που ήθελε. Πολλές φορές τα πάντα συνωμοτούν στη ζωή για κάτι, όλα θαρρείς με τη σειρά την οδηγούσαν εκεί που έπρεπε..που ήθελε η ίδια η μοίρα να την πάει. Άρχισε δηλώνοντας παραίτηση, σαν βόμβα έπεσε αυτό στις φίλες και στους γιατρούς που προσπάθησαν να την μεταπείσουν μάταια όμως. Μαζεύοντας τα πράγματα της ανακάλυψε ότι η …ζωή της όλη χωρούσε σε 3 μεγάλες βαλίτσες που η μία ήταν τα βιβλία της. Όλα τα άλλα τα μοίρασε , πούλησε μερικά που μπορούσε και περίμενε να τελειώσει η περίοδος που έπρεπε να είναι ακόμη στη δουλειά της σχεδιάζοντας με αγωνία ποια θα ήταν η νέα της ζωή. Τότε ήρθε και το τελευταίο σπρώξιμο της μοίρας λες και της έδειχνε σε ολοκάθαρο νερό την εικόνα της σωστής απόφασης της.
Ήταν μία Δευτέρα της τελευταίας εβδομάδος που θα δούλευε , είχε μπει στο γραφείο των γιατρών να φέρει κάτι φακέλους όταν τους είδε να γελούν και να εύχονται συγχαρητήρια σε ένα συνάδελφο με άσπρη ποδιά που είχε γυρισμένη τη πλάτη του σ’ αυτήν. Θα γνώριζε τη φιγούρα του ανάμεσα σε χιλιάδες, η καρδιά της σπάραξε, αναπήδησε έτοιμη να χυθεί έξω σαν το αίμα από βαθιά πληγή.
-Νίκο μου χαίρομαι, να ζήσετε ευτυχισμένοι και γρήγορα και μπαμπάς, χαίρομαι περισσότερο που θα σε έχουμε μαζί μας πλέον.
Η φωνή του διευθυντή της ακούστηκε όλο χαρά καθώς με το χέρι του τον αγκάλιαζε από τον ώμο.
Οπισθοχώρησε σιωπηλά και αθόρυβα κλείνοντας πίσω της τη πόρτα, ένοιωθε ζαλάδα, έκανε λίγα βήματα και έδωσε τους φακέλους σε μία συνάδελφο. Της χαμογέλασε βεβιασμένα και την παρεκάλεσε να τους πάει μέσα γιατί θυμήθηκε κάτι που άφησε στη μέση…
Χώθηκε στο γραφείο των νοσοκόμων και έψαξε την προϊσταμένη που την ήξερε από τότε που διορίστηκε εδώ. Εκείνη σηκώνοντας τα μάτια της κατάλαβε από τη πρώτη στιγμή ότι κάτι είχε.
-Λενιώ συμβαίνει κάτι; Έγινε κάτι σοβαρό ;
Η Λενιώ την κοίταξε και αυθόρμητα της εξήγησε απλά..την αλήθεια… την αλήθεια που ήθελε  να βγάλει από μέσα της. Η προϊσταμένη ήξερε την ιστορία της από τότε..από τότε που έχασε το παιδί.
-Σας  παρακαλώ, χρειάζεται να μη συναντηθώ μαζί του, είμαι έτοιμη να φύγω, γυρίζω σελίδα μπροστά και μαζί της γυρίζω πλάτη στις παλιές.
Τόσα χρόνια δεν είχε κλάψει κι εκείνη τη στιγμή θαρρείς ξεχείλισε ένα ποτάμια από αυτά σε μία γυναίκα που έβλεπε πάντα με σεβασμό και επαγγελματικά. Η προϊσταμένη σηκώθηκε και την  αγκάλιασε, έτσι απλά, χωρίς λόγια, χωρίς ερωτήσεις. Την ήξερε αυτά τα λίγα χρόνια μπορεί η αυστηρότητα να ήταν ανάγκη της θέσης της για να κρατά τα «γκέμια» στη δουλειά της όμως όλες οι νοσοκόμες εδώ ήταν κάτι σα..παιδιά της , η οικογένεια που δεν έκανε.
-Μη κλαις. Δεν αξίζει, δεν σου αρμόζει. Όρθιο το κεφάλι, χαμογέλα και..φύγε..σου δίνω άδεια αναρρωτική για την υπόλοιπη εβδομάδα μέχρι που φεύγεις λόγω.. που ..κόπηκες στο χέρι και σου κάναμε ράμματα. Μη σκέπτεσαι τίποτε κορίτσι μου, είσαι καλό παιδί, είσαι χρήσιμος άνθρωπος, ο Θεός σου έχει κάπου προορισμό. Φύγε χωρίς να χαιρετήσεις κανένα..όλοι θα καταλάβουν ..και εγώ θα εξηγήσω και στους γιατρούς. Εγώ θα αναλάβω και κάθε τι που έχεις σχέση με το λογιστήριο και όσα έχεις να παίρνεις, θα φροντίσω να μπουν στο λογαριασμό σου . Φύγε, καλό ταξίδι κορίτσι μου, καλό ξεκίνημα, γύρνα σελίδα χωρίς να κοιτάξεις πίσω σου , κράτησε τα καλά και πέτα τα …άχρηστα!
Έφυγε σαν κυνηγημένη ρίχνοντας απλά μία ματιά στο κτίριο που ήταν κάτι σαν σπίτι της τόσα χρόνια. Αυτή τη στιγμή της έλειπε η Μαίρη , θα ήθελε τόσο να χωθεί στην αγκαλιά της και να ακούσει χαμογελώντας τον οργισμένο..εξάψαλμο της για ότι την έκαμνε να κλαίει. Στάθηκε σε ένα παγκάκι του κήπου και την πήρε στο κινητό.
-Λενιώ μου τι κάνεις;… ασταμάτητη,  αυθόρμητη , σαν το νερό που κυλάει η φωνή της . Της  διηγήθηκε ένα σωρό πηδώντας από το ένα θέμα στο άλλο..Η γλυκιά αγαπημένη Μαίρη..πόσο της έλειπε..
-Πήρα Μαίρη μου να σου πω ότι φεύγω..πάω στο..άγνωστο ..πετώ πίσω μου ότι με πλήγωσε και κρατώ μαζί μου ότι αγάπησα. Ευχαριστώ για όσα μου έδωσες και..μου λείπεις ,να ήξερες πόσο μου λείπεις και πόσο θα μου λείψεις στο μέλλον.
- Που πας; Μίλα μου..θέλεις να έρθω; Παίρνω το λεωφορείο και έρχομαι αν θες. Μίλα μου, εσύ κάτι έχεις, σε νοιώθω , το ξέρω. Αχ! Τι μου κάνεις..έγκυος γυναίκα θα με πεθάνεις, ξέρεις πόσο περίεργη είμαι.
-Έχεις το τηλέφωνο μου, έχω το δικό σου, μη με ρωτάς που πάω, είμαι καλά..Ξεκινώ για κάτι νέο, χρειάζομαι κάτι νέο. Μη με ρωτάς άλλο απλά δέξου αυτό που σου λέω και που είχα ανάγκη να σου πω. Θα είσαι πάντα η μόνη φίλη που είχα και έχω, κάτι σαν αδελφή. Θα σε πάρω εγώ τηλέφωνο όταν μπω στο δρόμο που θέλω και ίσως κάποτε συναντηθούμε ξανά και τα πούμε, όπως τότε, όπως παλιά.
Έκλεισε το τηλέφωνο γατί άκουσε το κλάμα της φίλης της που έσμιξε με το δικό της. Της είπε την αλήθεια, έπαιρνε μαζί της ότι αγαπούσε από τους ανθρώπους της , από τους «συγγενείς της». Τη μνήμη των ανάδοχων γονιών της και τη δική της φιλία .
Δύο μέρες μετά ανέβαινε στο λεωφορείο που θα την πήγαινε στο μικρό ορεινό χωριό των παιδικών της χρόνων. Επέστρεφε σε μέρες που την πλήγωσαν , την σημάδεψαν όμως χρειαζόταν να γυρίσει εκεί γιατί μόνον εκεί θα αντιμετώπιζε από την αρχή τις πρώτες πληγές της. Για να κάνεις μια νέα αρχή οφείλεις να κλείσεις παλιές υποθέσεις και να συμβιβάσεις μαζί τους τα …ασυμβίβαστα. Παραδόξως δεν ένοιωθε πλέον πίκρα, αισθανόταν δυνατή έτοιμη να παλέψει με τα θεριά και τα φαντάσματα. Έκλεισε τα μάτια και άρχισε να ονειρεύεται τα όσα ήθελε να αρχίσει εκεί , να πετύχει, να δοκιμαστεί και να κυριαρχήσει.
Άλλαξε δύο λεωφορεία για να φθάσει στο μικρό χωριό και όταν  κατέβηκε της φάνηκε ακόμα πιο μικρό από ότι το θυμόταν. Είδε τις ερευνητικές ματιές όσων την περιεργαζόντουσαν να κατεβαίνει σέρνοντας τις τρεις βαλίτσες της. Στάθηκε στη μέση της μικρής πλατείας με συγκίνηση, μέσα της έκανε τη διαδρομή της μικρής μπάσταρδης όπως την αποκαλούσαν οι περισσότεροι με τις κοτσίδες και το μπαλωμένο φόρεμα που πήγαινε από εκεί για το σχολείο και την εκκλησία. Προσπάθησε να προσανατολισθεί, και πήρε το δρόμο που αχνά της θύμιζε κάτι από παλιά. Τότε την πλησίασε ένα ηλικιωμένος, την χαιρέτησε με ένα κούνημα του κεφαλιού και την ρώτησε:
-Πούθε παγαίνεις κοπελιά; Νέα φαίνεσαι στο χωριό, ποιανού κοπέλα είσαι ή ήρθες για μελέτη το  δάσος μας  όπως έρχονται όποτε το θυμούνται.
Τι να του πει..σκέφτηκε..ποιανού παιδί να δηλώσει. Η μάνα της δεν ήταν σε εκτίμηση  κι εκείνη δεν χρειαζόταν βάρη άλλων στους ώμους της. Το ψέμα βγήκε άσχημη αρχή από το στόμα της και σαν τον Πέτρο αρνήθηκε τη ρίζα που την γέννησε.
-Ήρθα για το σπιτάκι των υλοτόμων στο βουνό, το… αγόρασα από κάποια κυρία Δήμητρα που το πούλησε. Ήρθα για να μείνω , είμαι μαία, νοσοκόμα και ήρθα για να βοηθήσω και να στεριώσω μακριά από τη πόλη και τις έννοιες της..
-Νοσοκόμα; Γιάτρισσα λοιπόν; Οουα..κορίτσι μου ουρά ο κόσμος έχει ανάγκη εδώ μα ..παρά δεν έχουμε να δώσουμε..
Η Λενιώ χαμογέλασε ευτυχισμένη που δεν σκάλισε το ψέμα της και μετά του είπε ότι τα χρήματα δεν είχαν τόση σημασία, θα ήθελε να βοηθήσει αν μπορούσε μα έπρεπε πρώτα να βρει το σπίτι και το δρόμο.
Ο γέρος σφύριξε σε ένα παιδί βάζοντας τα δύο δάχτυλα του στο στόμα κάτω από το πλούσιο μουστάκι του.
-Ε!έι..Σταυρή..πάνε τη κοπελιά στο σπίτι των υλοτόμων, ξέρεις εκείνη τη καλύβα της παστρικιάς της Δήμητρας που ξεκουμπίστηκε πριν χρόνια..που να ξέρεις όμως εσύ, μωρούλι ήσουν… Αϊ κοπελιά ακολούθα το μικρό και δώσε του τη μια βαλίτσα να κουβαλά, είναι ανδράκι αυτό.
Πήγε να διαμαρτυρηθεί η Λενιώ  μα ο μικρός ένα 11χρονο περίπου αγόρι άρπαξε επιδεικτικά τη μια βαλίτσα και  άρχισε να ανεβαίνει την χωμάτινη ανηφόρα. Στάθηκε μια στιγμή την κοίταξε με μάτια γεμάτα αγορίστικη υπερηφάνεια πρόωρου ανδρισμού και της έκανε νεύμα με το χέρι να τον ακολουθήσει.
Η Λενιώ προσπάθησε να τον φθάσει, μέσα της ξύπνησε το κοριτσάκι που έτρεχε αυτό το δρόμο κρυφά από τη μάνα της για να κάνει θελήματα στις γυναίκες του χωριού. Το δάσος άρχιζε αμέσως μετά το τελευταίο σπίτι και λίγο μετά αντίκρισε με συγκίνηση το παλιό πέτρινο σπιτάκι τόσο μικρό και παλιό που στιγμιαία ένοιωσε μία απογοήτευση και φόβο για την απόφαση που πήρε.
-Τι θα κάνεις εδώ θεία μόνη σου; Της είπε το αγοράκι..
Η Λενιώ άφησε τις βαλίτσες από το χέρι της και στάθηκε να περιεργαστεί το κήπο που ήταν σαν ένας αγρός εγκαταλελειμμένος. Μετά έβαλε στο χέρι του μικρού ένα χαρτονόμισμα και το ευχαρίστησε χαϊδεύοντας του τα μαλλιά..Εκείνο τέντωσε το πολύτιμο χαρτί στον ήλιο και το τίναξε χαρούμενος κανόνας μικρά πηδήματα στον αέρα...
-Είσαι πλούσια θεία; Είναι δικό μου αυτό; Θα το πάρω..μα θα με μαλώσει η μάνα μου αν το μάθει..
-Θα της πεις ότι μου έκανες δουλειά , την αλήθεια δηλαδή, θα πλήρωνα να μου κουβαλήσουν τη βαλίτσα γιατί ήμουν κουρασμένη. Όχι μικρέ ..δεν είμαι πλούσια, απλά κάποτε μου έδιναν κι εμένα κάτι για να βοηθήσω όπως εσύ κάποια.
Ο μικρός πήρε χαρούμενος το δρόμο για το χωριό και πριν εξαφανιστεί της φώναξε:
-Πως σε φωνάζουν θεία; Ποια να πω μου τα έδωσε;
-Η κυρία Λενιώ θα πεις αγόρι μου η νοσοκόμα.
-Θα έρχομαι να σε βλέπω αν θες κάτι της απάντησε , δεν θέλω λεφτά άλλα είναι πολλά αυτά που μου έδωσες. Η μάνα σίγουρα θα μου τα αγοράσει φανέλες , συμπλήρωσε γελώντας. Εμένα με λένε Σταυρή.
Τον ακολούθησε η ματιά της μέχρι που εξαφανίστηκε στην άκρη της στροφής, μετά πήρε μία ανάσα και προχώρησε στο μικρό κατεστραμμένο πλακόστρωτο ανάμεσα από τα τεράστια χόρτα  που το πλαισίωναν. Έφθασε μπροστά στη πόρτα , την ακούμπησε με την άκρη των δαχτύλων της και είδε ότι δεν ήταν καν κλειδωμένη, τι να κλέψει κανείς από το..τίποτα. Μπήκε μέσα, κάτι από παλιό παιδικό παραμύθι, αράχνες και σπασμένα αντικείμενα, τα πατζούρια όπως τα θυμόταν, τα δύο δωμάτια, το μικρό σαλόνι στη μέση και η πόρτα που οδηγούσε στη κουζίνα που έβγαζε στην αυλή. Ένα ποντίκι ξαφνιάστηκε που την αντίκρισε και την έκανε ακόμα μια φορά να αισθανθεί παρείσακτη όπως ήταν πάντα εδώ μέσα. Να εκεί στεκόταν η μάνα της, σαν να την έβλεπε να την κοιτάζει με εκείνα τα πανέμορφα μα άχρωμα από αισθήματα μάτια της. Η πόρτα του δωματίου της σχεδόν πάντα κλειστή να μη την δει ο εκάστοτε σύντροφος της και θυμώσει. Δίπλα από το άλλο δωμάτιο λες και ακούστηκαν φωνές των αγοριών, το κλάμα του μωρού. Εκεί στην αρχή κοιμόταν εκείνη πάνω σε ένα ξύλινο ντιβάνι, μετά της είπε η μάνα να κοιμάται στο σαλόνι και να σηκώνεται νωρίς να μη την βλέπει κανείς. Άνοιξε το δωμάτιο της μάνας της… το μεταλλικό κρεβάτι ακόμη υπήρχε..εκεί την βοήθησε να ξεγεννήσει το Θοδωρή σκέφτηκε και το στόμα της γέμισε σάλιο πικρό για τον αδελφό που αγάπησε και την απαρνήθηκε χωρίς τύψεις.
Κόντευε απόγευμα, η λογική της έδωσε θαρρείς ένα χαστούκι για να τη συνεφέρει. Μέσα της ξύπνησε η Λενιώ που τόσα χρόνια φρόντιζε τόσο κόσμο..ναι..τώρα έπρεπε, όφειλε να φροντίσει τον εαυτό της. Θα νύχτωνε, κάπου έπρεπε να κοιμηθεί, ένα καθαρό μέρος να ξεκουραστεί για το αύριο που την περίμενε.
Ακούμπησε το ελαφρύ ζακετάκι της στις βαλίτσες της , ήταν Μάης όμως εδώ στα ορεινά τα βράδια έκαμνα ψύχρα , έπρεπε να κάνει γρήγορα λοιπόν. Πήγε στη κουζίνα και με ανακούφιση είδε ότι ακόμη υπήρχε η ..πανάρχαια σκούπα ακουμπισμένη στο τοίχο. Δίπλα ο τενεκεδένιος κουβάς και ένα λειωμένο πια σφουγγαρόπανο φαγωμένο από τα ποντίκια. Δοκίμασε τη βρύση και με ανακούφιση είδε ότι έτρεχε νερό, στην αρχή με βουητό σκούρο σαν σκουριά μα μετά καθάρισε στα χέρια της  δίνονταν της θάρρος να συνεχίσει. Η σούπα γύρισε στα ..χέρια της όπως παλιά και άρχισε να σκουπίζει ενώ από μέσα της βγήκε ένας ήχος που θύμιζε παιδικό τραγούδι. Η συγκίνηση είχε πάρει τη θέση που της έπρεπε..παρελθόν και το μικρό της σιγοτραγούδισμα την απόφαση της να κάνει τα..αδύνατα δυνατά.
Ήρθε για να μείνει σκέφτηκε με ότι της επιφυλασσόταν να αντιμετωπίσει για να το καταφέρει, ήρθε σαν από κάλεσμα  που θα την οδηγούσε σε ότι της όριζε ο Θεός, η μοίρα, το άγνωστο μέλλον της.