Δευτέρα 25 Μαΐου 2015

34η συνεχεια


Όλα αυτά τα χρόνια η Λενιώ κατάφερε να βρει πόρους οικονομικούς  σχεδόν τυχαία αφού το να βρει δουλειά σαν νοσοκόμα ήταν αδύνατον. Ήταν μεγάλη σε ηλικία αν και η εξωτερική της εμφάνιση  ήταν γενναιόδωρα ευγενική μαζί της. Ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφη η Λενιώ όμως η εσωτερική της ομορφιά αντανακλούσε στα μάτια και στο δέρμα της  και μαγικά τραβούσε τη συμπάθια και την εκτίμηση όσων την γνώριζαν.
 Ήταν στο δημοτικό τότε η Χαρά όταν σε κάποια σχολική αγορά για φιλανθρωπικούς σκοπούς  η Λενιώ της έφτιαξε για να πουληθούν λίγα βαζάκια με κρέμες για τα χέρια από αυτές που έφτιαχνε στο χωριό με το βιβλιαράκι οδηγό της κυρίας  Ιουλίας. Στόλισε τα βαζάκια με καλαίσθητα υφάσματα και όμορφες κορδελίτσες και πρόσθεσε στο δέσιμο μικρά υφασμάτινα λουλουδάκια που έφτιαχνε τις νύχτες μπροστά στη τηλεόραση. Της έφτιαξε και μικρά μπουκαλάκια με αρώματα δικά της που ευωδίαζαν αγριολούλουδα και φύση, κρέμα για τη προστασία από τον ήλιο και άλλη για τα σημάδια  της γέννας στο κορμί. Ήταν εκεί όταν τα έστρωνα για να πουληθούν προσπαθώντας εθελοντικά να βοηθήσει κι εκείνη. Στην αρχή παραξενεύτηκε που τα κοιτούσαν όλες με θαυμασμό για την όμορφη εμφάνιση τους, μετά δεχόταν αμέτρητες ερωτήσεις για το περιεχόμενο τους. Έλαμψε από χαρά όταν η κόρη της φώναξε με ενθουσιασμό ότι τα δικά της δωράκια πουλήθηκαν μέσα σε μία ώρα και ζητούσαν και άλλα.
Την πλησίασαν πολλές και της ζήτησαν σε προσωπικό πλέον επίπεδο να αγοράσουν κάποιο τέτοια σκεύασμα της.
-Ευχαρίστως να σας κάνω πρώτα ένα δωράκι για να το δοκιμάσετε, ψέλλισε η Λενιώ , μετά μπορώ να σας κάνω ότι θέλετε.
Ήταν η αρχή, η αρχή ενός κουβαριού που ποτέ δεν διανοήθηκε να φανταστεί το..μάκρος του η καημένη η Λενιώ. Οι μαμάδες πήγαιναν και έρχονταν στο σπίτι της, με άγχος η Λενιώ προσπαθούσε να προμηθευτεί τις πρώτες ύλες που χρειαζόταν αφού έπρεπε να καλλιεργείς το μπαλκονάκι της κάποια και άλλα να τα μαζεύει μόνη της όπου ήξερε ότι υπήρχαν. Όταν άρχισε το Γυμνάσιο η Χαρά η φήμη των όσων έφτιαχνε η Λενιώ την ακολούθησε και, εκεί. Τα χρήματα που έβγαζε ήταν αρκετά και άρχισε να σκέπτεται με τη παρότρυνση της Μαίρης να το..επισημοποιήσει με νόμιμα μέσα. Μέρες έτρεχαν από γραφείο σε γραφείο, στοίβες τα δικαιολογητικά , τέρας η γραφειοκρατία. Στο τέλος έδειξε με καμάρι στη Χαρά και τη Μαίρη περήφανα την κορνιζαρισμένη άδεια να τα παρασκευάζει. Έτσι πέρασαν κάποια χρόνια  και είδε τη πελατεία της να γίνεται όλο και πιο μεγαλύτερη. Λες και έφυγαν 10 χρόνια από τη πλάτη της, ξανάνιωσε η Λενιώ, γέμισε αυτοπεποίθηση και δημιουργία. Συγχρόνως μυούσε από  μικρή τη Χαρά στα μυστικά της βάζοντας την να λειώνει τα άνθη, να μετράει τις σταγόνες των υγρών και να μαθαίνει τις αναλογίες των υλικών. Από το πρώτο χρόνο κιόλας το μικρό δωμάτιο που είχε φτιάξει για τις πρώτες της δημιουργίες έγινε παρελθόν. Με τη βοήθεια της Μαίρης νοίκιασε αργότερα ένα μαγαζάκι δίπλα σχεδόν από το σπίτι της έστω και αν ο άνδρας της Μαίρης την συμβούλευε να πάει σε μεγαλύτερη αγορά.
-Θέλω να είμαι κοντά στο παιδί έλεγε!
 Όταν της βρέθηκε η ευκαιρία να πάει σε μεγαλύτερο λίγα χρόνια μετά πάλι το ίδιο είπε στη Μαίρη.
-Ποιο παιδί καλέ..της φώναζε η Μαίρη, ο «παιδί» θα γίνει φοιτήτρια, δίνει εξετάσεις και είμαι σίγουρη για το αποτέλεσμα. Μόνον οι δικοί μου οι μαντράχαλοι χρειάστηκα 2 και 3 φορές να ξαναδώσουν!
Η Λενιώ βούρκωνε από υπερηφάνεια όταν σκεπτόταν τη Χαρά της. Διάβαζε όλη μέρα χωρίς καν να την ενοχλήσει με παράπονα, αρνήθηκε τα φροντιστήρια και τα ιδιαίτερα στα μαθήματα . Πάντα με το χαμόγελο στο πανέμορφο προσωπάκι της έβρισκε παρόλα αυτά και χρόνο να την βοηθήσει στο μαγαζί. Την αγκάλιαζε στοργικά από τη μέση και της ψιθύριζε στο αυτί:
-Είμαι περήφανη για σένα μανούλα μου!
Έλειωνε η Λενιώ και δούλευε αδιάκοπα για να της στρώσει το δρόμο στο μέλλον της με λουλούδια όπως έλεγε χαριτολογώντας. Θυμήθηκε κλαίγοντας όταν την άκουσε να της αναγγέλλει τη σχολή που διάλεξε:
-Χημικός μαμά , μου αρέσει η Χημεία και θα μας βοηθήσει στη δουλειά σου που θα γίνει και δουλειά μου αν θες.
-Ότι εσύ θέλεις γλυκιά μου, η δουλειά είναι σαν το γάμο, αν δεν είσαι ευτυχισμένη μέσα σε αυτόν καλύτερα να κλείσεις τη πόρτα πίσω σου.
-Αφού δεν παντρεύτηκες καλέ  μαμά πως ξέρεις από γάμους, της ..ξέφυγε της Χαράς και αμέσως δάγκωσε τη γλώσσα της .
Μα η Λενιώ ξεπέρασε την παρατήρηση της γελώντας.
-Έχω φαντασία γλυκιά μου απλά κανείς δεν τόλμησε να την βάλει δίπλα του!
Η Χαρά πράγματι πέρασε και μάλιστα εκεί που ήθελε , στην Αθήνα κοντά της και χωρίς να το ξέρει με τις σπουδές της έβαλε το νερό στο κατάλληλο αυλάκι για το μέλλον της. Πανέξυπνο κορίτσι μα συγχρόνως προσγειωμένο γράφτηκε συγχρόνως σε μαθήματα μάρκετιγκ και οργάνωσης επιχειρήσεων απλά και μόνο γιατί ήξερε τι ήθελε. 
Με δυσκολία η Λενιώ και η Μαίρη την πίεζαν να βγαίνει με τους συμφοιτητές της , να συμβαδίσει με τους ανθρώπους της ηλικίας της. Της γκρίνιαζε η νονά της η Μαίρη συνέχεια και της μίλαγε με την τσιριχτή της φωνή:
-Ήταν να μοιάσεις στη μάνας σου και σ΄αυτό;  Κάτι από τη νονά σου δεν πήρες που τύλιξε τον άνδρα της στη ποδιά της νωρίς νωρίς;
Γέλαγε η Χαρά και τους έκαμνε το χατίρι κάποιες φορές περισσότερο για να διασκεδάσει με τις ερωτήσεις τους όταν γύριζε και τις έβλεπε και τις δύο να ξενυχτούν δήθεν για ταινία στη τηλεόραση .
Η Λενιώ και η Μαίρη,  αδελφές ίσως περισσότερο παρά φίλες, το είχαν αποδεχθεί όλοι το δέσιμο τους και τις είχαν σαν παράδειγμα.
Λένε ότι κάποιες φορές η μοίρα η ίδια ζηλεύει την ευτυχία και σαν το κακότροπο παιδί αρπάζει από κάποιον ότι πολύτιμο έχει, ότι τον στηρίζει.
Όταν ο καρκίνος χτύπησε τη Μαίρη ο κόσμος της Λενιώς θαρρείς γκρεμίστηκε μαζί με την δύναμη της. Σαν το βρεγμένο στάχυ γονάτισε από τον αγέρα , σαν τη μαργαρίτα ξεφυλλίστηκε  από το χέρι του πόνου της αρνούμενη να αποδεχθεί το χαμό της. Η Μαίρη που έμπαινε στο χώμα δεν μπορούσε να είναι η δική τη Μαίρη, ο φύλακας των μυστικών της ζωής της, το δεκανίκι της δικής της αδυναμίας στο παρελθόν. Κλείστηκε στο δωμάτιο της βυθισμένη στη σιωπηλή έκφραση πόνου, έτσι θρήνησε το μωρό που έχασε, έτσι αποχαιρέτησε το Νίκο από τη ζωή της. 
Η Χαρά προσπάθησε στην αρχή με το καλό και μετά με το δήθεν άγριο να τη συνεφέρει  όμως κατάλαβε ότι έπρεπε να την αφήσει να βγει μόνη της από εκεί που χώθηκε , να θρηνήσει όπως εκείνη ήθελε.  Ήταν δυνατή η Λενιώ, το ήξερε αυτό πια καλά , απλά ήθελε το χρόνο της όπως τον ήθελε και η Χαρά για να επεξεργαστεί στο μυαλό και τη καρδιά της τα όσα είχε μάθει λίγο πριν πεθάνει η νονά της.
Ήταν λίγες μέρες πριν σβήσει η Μαίρη όταν η Χαρά την επισκέφτηκε στη κλινική που νοσηλευόταν . Ήταν καιρός που η Χαρά ήθελε να κάνει αυτή τη συζήτηση που όμως δεν τολμούσε ποτέ να αρχίσει γιατί απλά δεν ήθελε κανείς να πληγωθεί από αυτούς που αγαπούσε.
Η Μαίρη της έπιασε το χέρι και της το χάιδεψε με το σκελετωμένο πια δικό της.   Την κοίταξε και μετά της είπε με αδύναμη όμως σταθερή φωνή:
-Έλα..πες αυτό που θες να πεις αγαπημένη μου βαφτισιμιά, το ξέρω, τα νοιώθω στο τρόπο που ανασαίνεις και ξέρω ότι ήρθε η ώρα, η μεγάλη ώρα και για τις δυο μας. Εγώ θα ..φύγω, εσύ θα μείνεις και θέλω να ξέρω φεύγοντας ότι θα πάρεις τη θέση μου δίπλα της. Βλέπεις παιδί μου πολλές φορές οι δυνατοί χάνουν το φως της δύναμης τους και χρειάζονται δίπλα τους ένα χέρι απλωμένο..για πάντα.
-Νονά μου δεν είμαι παιδί πια, είχα πάντα απορίες για την..ύπαρξη μου, ένοιωθα το μυστικό και αισθανόμουν το αόρατο πέπλο προστασίας γύρω μου. Πιστεύεις ότι δεν αναρωτήθηκα ποτέ για τη φράση «αγνώστου πατρός» που υπάρχει στα πιστοποιητικά μου; Λες να πίστεψα το θάνατο εκείνης που με γέννησε και το πώς είναι γραμμένο το όνομα της Λενιώς  σαν μητέρα μου; Θέλω κατ’ αρχάς να σου ορκιστώ ότι αδιαφορώ ποιανού παιδί είμαι, το μόνο που ξέρω ότι μάνα μου και πατέρας μου  είναι η Λενιώ κι αυτό τίποτε δεν θα το αλλάξει. Όμως δικαιούμαι την αλήθεια, όποια και να είναι από το να φτιάχνω μόνη μου τις χειρότερες εκδοχές του παραμυθιού. Το παρελθόν ίσως κάποτε μου..χτυπήσει τη πόρτα νονά και θέλω πίστεψε με να είμαι προετοιμασμένη γι’ αυτό  με την αλήθεια. 
Δεν θα σε πιέσω να μου πεις, ούτε θα σε κατηγορήσω αν δεν το κάνεις. Θα σε παρακαλέσω όμως να σκεφτείς και την δική μου πλευρά και να μου απαντήσεις , θα είναι το δικό μας μυστικό νονά, θα μείνει ανάμεσα σε μένα και σε σένα.
Η Μαίρη της χαμογέλασε αχνά και άρχισε να της μιλάει χωρίς καμία πίεση λες και περίμενε αυτές τις στιγμές μια ζωή. Όταν τελείωσε άφησε το κορμί της να αναπαυτεί στο λευκό κρεβάτι και ένοιωσε επιτέλους πιο ελαφριά στη ψυχή και ότι έκανε αυτό που έπρεπε να κάνει..
Η Χαρά την αγκάλιασε δακρυσμένη, μέσα της υπήρχε σαν παραμύθι η ζωή της Λενιώς, η μάνα που έφυγε χωρίς να την δει καν, ο πατέρας που δεν ήθελε ούτε να αντικρίσει .
Η μορφή της Λενιώς έγινε ακόμα πιο λαμπερή μέσα της και αφού φίλησε τη νονά της με ένα θερμό φιλί έφυγε ανάλαφρα για το σπίτι της κρατώντας μέσα στη ψυχή της μόνο την αγάπη που της έδωσαν αυτές οι δύο γυναίκες.
Δύο μέρες μετά κρατούσε τη μητέρα της στο νεκροταφείο στηρίζοντας την  για να αποχαιρετήσουν τη Μαίρη και κοιτώντας ψηλά στον ουρανό κάποια στιγμή ορκίστηκε ότι το μυστικό θα θαβόταν μαζί με  τη Μαίρη εκείνη την ημέρα.
















3 σχόλια: