Σάββατο 7 Φεβρουαρίου 2015

29η συνέχεια


Μετά από μια καταστροφή θαρρείς όλα κυλούν γρήγορα, ίσως γιατί ο χρόνος παύει να έχει τη πραγματική του αξία και ο πόνος σε κάνει να είσαι απλός θεατής . Λαβωμένος κοιτάς απλά γύρω σου αυτά που πέφτουν και αναρωτιέσαι από πού ξεκίνησε για σένα τέτοιο κακό,  λες και μία πέτρα που κύλησε πήρε μαζί της και άλλες πολλές.
 Η Λενιώ πήγε στη Κρήτη και κήδευσε τους «γονείς » της μαζί με ένα ολόκληρο χωριό από ανθρώπους που κλαίγανε και θρηνούσαν δύο καλούς ανθρώπους του Θεού. Θα ήθελε να είναι δίπλα της ο Νίκος μα ήταν μόνη και στο βάθος ένοιωσε, διαπίστωσε ότι μερικές φορές η μοναξιά και ο πόνος πάνε αδελφωμένα μαζί και σπάνια μοιράζονται. Έμεινε 3 μέρες στο σπιτάκι  τους , ξάγρυπνη , θρηνώντας, τριγύρισε σε κάθε γωνιά του λες και θα τους έβλεπε να ξεπροβάλλουν. Με ενοχές για τη δική της απουσία από δίπλα τους  θέλησε να αισθανθεί σαν ανάγκη συγχώρεσης τη παρουσία τους στο ησυχαστήριο τους. Εκείνο που δεν μπορούσε ίσως να συγχωρέσει στον εαυτό της ήταν ότι αυτό το ταξίδι έγινε για εκείνη… για να την δουν..να ζήσουν μαζί της ότι είχαν διαισθανθεί ότι την απασχολούσε. Θα το κουβαλούσε μέσα της για χρόνια  κάθε φορά που κάτι θα της θύμιζε το πέρασμα τους από τη ζωή της. 
Λίγο πριν φύγει πήρε από αυτούς ακόμη ένα δώρο, μια προσφορά αγάπης σε κείνη που διάλεξαν να πάρει τη θέση του παιδιού τους. Την επισκέφτηκε ένας συμβολαιογράφος και της παρέδωσε τη τελευταία επιθυμία αυτών των καλών ανθρώπων μαζί με μία επιστολή. Του ζήτησε συγνώμη και μπήκε στο δωμάτιο τους να τη διαβάσει. Τα χέρια της έτρεμαν καθώς άνοιγε το σφραγισμένο φάκελο, το χαρτί ..τα γράμματα θολωμένα μπροστά της από τα δάκρυα.
Ήταν λες και τον έβλεπε το παππά Μανώλη μπροστά της όπως τον πρωτογνώρισε ..να την κοιτάζει με εκείνο το σοβαρό και συγχρόνως τόσο γλυκό χαμόγελο. Εκείνη ..μικρή, με το μπαλωμένο φόρεμα ,τα μαζεμένα με κορδέλα μαλλιά, τα τρύπια παπούτσια, τα χεράκια πάντα παγωμένα, αδρά από τις δουλειές και το βλέμμα απελπισμένο για το μέλλον…
« Αγαπημένο μας παιδί όταν θα έρθει στα χέρια σου η παρούσα επιστολή σημαίνει ότι εμείς θα είμαστε ευτυχισμένοι στα χέρια του Κυρίου μας. Ήσουν για μας ένα φως ξαφνικό, μία μικρή αχτίδα στην αρχή που μπήκε στο κόσμο της απομόνωσης μας και έγινε δυνατή και φώτισε τη ζωή μας. Έγινες μία δεύτερη ευκαιρία να γίνουμε γονείς Λενιώ μας . . Σ’ ευχαριστούμε που ήσουν αυτό που περιμέναμε από εσένα, μία καλή κόρη, ένας σωστός  άνθρωπος.
Σου αφήνουμε την ευχή μας, την αγάπη και τη προσευχή μας μαζί με κάποια υλικά αγαθά που ελπίζουμε να σε βοηθήσουν στη ζωή σου. Το σπιτάκι μας στο χωριό, το περιβολάκι μας,  κάποιες οικονομίες ζωής και τα λιγοστά πράγματα του σπιτιού μας. Να είσαι ευλογημένη με ότι κάνεις στη ζωή σου, να γίνεις χρήσιμη και ανιδιοτελής, να προσφέρεις ότι μπορούν οι δυνάμεις σου και να μοιράζεσαι ότι σου δίδαξε η ζωή και εμείς με αγάπη και καλοσύνη ψυχής.
Οι γονείς που μπορεί να μη σε γέννησαν μα… σε διάλεξαν σαν  γονείς καρδιάς.»
Πατήρ Εμμανουήλ ΚΑΙ Πρεσβυτέρα Ιουλία.»
Έβαλε η Λενιώ το έγγραφο στη θέση της καρδιάς και έκλαψε ακόμα πιο πολύ για ότι έχασε δίνοντας όρκο ψυχής να δώσει κάποτε σε κάποιον όσα της έδωσαν αυτοί οι άνθρωποι. Βγαίνοντας από τη πόρτα, αγκάλιασε με το βλέμμα της την όμορφη γραφική εικόνα του σπιτιού, κλείδωσε και μετά παρέδωσε το ένα κλειδί στη γειτόνισσα τους. Την παρεκάλεσε να φροντίζει τα …λουλούδια και τα βότανα της κυρίας Ιουλίας και να το μεταχειριστεί σαν ξενώνα όποτε χρειαστεί να μείνει κάποιος που είχε ανάγκη στέγης. Μετά πήρε πεζή το δρομάκι χωρίς να κοιτάξει άλλο πίσω της, ότι ήταν ζωντανό υπήρχε μέσα της στη καρδιά της και θα ήταν πάντα.
Το επόμενο πρωινό παρουσιάστηκε κι όλας στη δουλειά της και έπεσε με τα μούτρα σ’ αυτήν .Με τη Μαίρη δέθηκε περισσότερο πια, το είχε ανάγκη  να γίνει  αυτή που δεν είχε μέχρι τώρα.. μία..κολλητή όπως έλεγε γελώντας η πρόσχαρη κοπέλα. Ποτέ της δεν ήταν τόσο κοντά με ένα άλλο κορίτσι και σταδιακά της άνοιξε τη καρδιά της και τις πληγές της.
 Ο Νίκος ήταν πάντα τρυφερός , αγαπημένος σύντροφος μα.. κάτι είχε αλλάξει. Κάτι ήταν διαφορετικό από..τότε που χάθηκε το μωρό τους. Όταν έψαχνε διακριτικά στο πρόσωπο και στη συμπεριφορά του να βρει αυτό το..κάτι δεν μπορούσε να το ανακαλύψει, να το εντοπίσει και να του δώσει όνομα  μα..το ένοιωθε..το διαισθανόταν.. Είχε την αίσθηση ότι κρατούσε νερό στη χούφτα της, πίνεις να ξεδιψάσεις ..μα το νερό φεύγει μέσα από τα σφιγμένα δάκτυλα σου και μένει η χούφτα σου στο τέλος άδεια .
Πρόσεξε ότι απέφευγε να της μιλάει όπως πριν για την οικογένεια του, τα όνειρα που κάποτε της περιέγραφε έγινα απλές κουβέντες για τη καθημερινότητα του. Το χάδι του ήταν κάτι από..αδελφικό, με στοργή μα..χωρίς το πάθος που πρέπει να υπάρχει σε δύο νέα άτομα. Έτσι εκείνη στράφηκε στη δουλειά της κι εκείνος στη δική του. Τα βράδια έτρωγαν στο ίδιο τραπέζι με κάποιες σκόρπιες συζητήσεις για την ημέρα τους . Τις νύχτες  στο ίδιο κρεβάτι , ο έρωτας ανθρώπινη αδυναμία χωρίς το πάθος που δίνει αυτό το κάτι και που βάζει φωτιά …το νερό κυλούσε από τη παλάμη της..δεν μπορούσε να κάνει οτιδήποτε για να το κρατήσει. Έτσι μια μέρα..άνοιξε τα δάκτυλα και το άφησε να φύγει.
Εκείνο το βραδάκι ζήτησε από τη Μαίρη να την αντικαταστήσει, ο Νίκος είχε ρεπό και του ζήτησε το πρωί πριν φύγει να πάνε κάπου μετά μαζί..να μιλήσουν. Είδε ,με λύπη έπρεπε να πει , ότι χαμήλωσε το βλέμμα του και ένοιωσε ότι ήταν κάτι που ήθελε κι εκείνος και που δίσταζε να της το ζητήσει. Παράξενο μα η Λενιώ ένοιωσε μία ανακούφιση πάντα διάλεγε σαν λύση να αντιμετωπίζει το πρόβλημα κατάματα, της το είχε διδάξει ο παππά Μανώλης όταν την έβλεπε να κρύβεται σε μια γωνιά και να κλαίει..
-Λενιώ μου μη κρύβεσαι από τα προβλήματα, θα γίνουν περισσότερα και βαθύτερα. Στάσου μπροστά τους και κοίτα τα από..μακριά..σαν ξένος παρατηρητής… τότε θα δεις ότι θα βρίσκεις λύσεις σε ότι σε απασχολεί.
Διάλεξαν ένα ήσυχο ταβερνάκι κοντά στη θάλασσα που πήγαινα όταν..γιόρταζαν κάτι. Της τράβηξε τη καρέκλα να καθίσει και έσκυψε να φιλήσει τρυφερά τα μαλλιά της..ένοιωσε ανατριχίλα..ένοιωσε πόνο. Στιγμιαία σκέφτηκε να διώξει από μπροστά της το «ποτήριον τούτο» μα το νερό στη παλάμη της εξακολουθούσε να κυλάει και ήταν μάταιο να κάνει ότι δεν το βλέπει.
-Νίκο μου ξέρω ότι κατάλαβες γιατί ήρθαμε εδώ, πάντα ήμασταν αληθινοί και σωστοί στη σχέση μας. Έγιναν πολλά, ας μην αφήσουμε να γίνουν άλλα. Αισθάνομαι ότι κάτι άλλαξε και ξέρεις καλά ότι δεν έχω άλλα περιθώρια , ας το συζητήσουμε πριν γίνουμε αυτό που δεν θέλουμε..δύο ξένοι.
Τον είδε να κοιτάζει με πόνο, το ένοιωθε..τη αγαπούσε ακόμα  όμως..όμως … κάτι έλειπε..κάτι δεν ήταν όπως παλιά. Η καρδιά της γέμισε από τρυφερότητα, ήταν λες και έβλεπε τον αδελφό της να ψάχνει μέσα του να βρει τα..κότσια να ομολογήσει κάτι που τον βάρυνε . Η ίδια ενοχή στο βλέμμα, ο ίδιος φόβος της τιμωρίας. Του έπιασε τρυφερά το χέρι  και ήταν λες και τον παρότρυνε να μιλήσει να βγάλει από μέσα του αυτό που τον πίεζε και τον καταπονούσε. Τον είδε στην αρχή με δισταγμό να προσπαθεί να βρει τις κατάλληλες λέξεις και μετά η ψυχή ξεγυμνώθηκε, ανοίχθηκε,  η σχέση που είχαν μέσα τους πάντα βρήκε το δρόμο . Ότι τον βάρυνε ξαφνικά βγήκε στην επιφάνεια, διστακτικά, με ντροπή μα έπρεπε να γίνει, της το όφειλε.
Κάτι είχε αλλάξει ομολόγησε με σκυμμένο το πρόσωπο παίζοντας με τα δάκτυλα του, ένοιωθε ενοχές για πολλά και ίσως ήταν τελικά το μόνο που τον κρατούσε δίπλα της. Οι γονείς του περίμεναν ένα γιατρός στο χωριό τους, ονειρεύονταν από αυτόν  εγγόνια στην αυλή τους, μία οικογένεια, ήθελαν  πολλά.
Εκείνο με το παιδί το ..περίμενε η Λενιώ όμως την πλήγωσε σαν μαχαίρι αγκαθωτό στη καρδιά της. Δεν το έδειξε, απλά του έσφιξε περισσότερο το χέρι για να του περάσει μήνυμα ότι το καταλάβαινε.
-Σε αγαπώ Λενιώ μου, σε αγαπώ..όμως..οφείλω πολλά στους γονείς μου, το ξέρεις, και έχω μπροστά μου πολλά χρόνια για να γίνω όσα θέλουν. Μπορούμε να το αντιμετωπίσουμε το θέμα του παιδιού με υιοθεσία μα οι γονείς μου δεν τα το ξεπερνούσαν ποτέ. Ντρέπομαι, πονάω γιατί αισθάνομαι ότι φταίω, έπρεπε να προσέχω. Ίσως αν το ανακαλύπταμε μετά το γάμο , ίσως να μη πληγωνόντουσαν οι γονείς μου .Όμως το είδες παρακαλούν για ένα εγγόνι , μόνον από μένα θα  έχουν κάτι τέτοιο, μία συνέχεια τους, το ξέρεις Λενιώ μου.
-Δεν χρειάζεται να μου δικαιολογείσαι καλέ μου, σε νοιώθω, το καταλαβαίνω, σ’ αγαπώ πολύ ώστε να σταθώ εμπόδιο σε ότι θα σε κάνει ευτυχισμένο.
Έβγαλε το δακτυλίδι από το χέρι της και το ακούμπησε μπροστά του ,
η σιωπή και η αμηχανία έπεσε σαν πέπλο ομίχλης στο τραπέζι τους. Σταμάτησαν τη κουβέντα , βυθίστηκαν στα σκέψεις τους κάνοντας λες και κάποιες αλήθειες δεν ειπώθηκαν ποτέ , πως ήταν όλα όπως πριν, πως   δεν άλλαξε η ζωή τους όλη .
 Το κρασί τελείωσε, τα μεζεδάκια έμειναν μισοφαγωμένα στα πιάτα, κάποιο παιδάκι που πουλούσε λουλούδια έφυγε λες και ένοιωσε τη πίκρα. Το φεγγάρι βγήκε ολόφωτο μέσα από τα σύννεφα μα δεν είχε την ίδια σημασία όπως παλιά για εκείνη το μαγευτικό θέαμα του. Σηκώθηκα σιωπηλοί , πλήρωσε και πήραν το δρόμο για το σπίτι. Παράξενο..η Λενιώ δεν ένοιωθε πόνο πια παρά μία απογοήτευση και ένα πόλεμο σκέψεων για το αύριο και το τι θα έπρεπε να κάνει. Είχε ξενοικιάσει το σπίτι της εδώ και καιρό, δεν είχε που να μείνει πια. Εκείνος λες και το κατάλαβε , την αγκάλιασε και της είπε:
-Μπορώ να κοιμηθώ στο νοσοκομείο απόψε μέχρι να δούμε πως θα τακτοποιηθείς, θα κάνω ότι μου ζητήσεις..
-Νίκο δεν ήμαστε μικρά παιδιά ,ούτε χρειαζόμαστε να στεναχωρούμε ο  ένας τον άλλο. Ας μείνουμε σήμερα σπίτι, σαν φίλοι πια και αύριο θα λύσω το πρόβλημα μου.
Έτσι ..χώρισαν, απλά, φιλικά, χωρίς διενέξεις , κλάματα και εγωιστικές πετριές για το ποιος και τι έφταιγε. Πονούσε, όμως η λογική και η αξιοπρέπεια της έλεγε ότι πάνω από όλα έπρεπε να γίνει ο χωρισμός τους όπως ακριβώς ήταν και η σχέση τους μέχρι τώρα.
Την επομένη στη δουλειά ζήτησε από τη Μαίρη να την φιλοξενήσει για λίγες μέρες στο σπίτι της αν μπορούσε μέχρι να δει τι θα κάνει. Η Μαίρη αφού ξέσπασε  σε θυελλώδη κατηγορητήριο και εξάψαλμο στο Νίκο μετά την αγκάλιασε και της είπε ότι θα ήταν ότι πιο βολικό γι’ αυτήν να έχει μία συγκάτοικο να μοιράζεται το νοίκι και τα έξοδα.
 Έτσι η Λενιώ μάζεψε τα λιγοστά πράγματα της, αποχαιρέτησε με μια ματιά το μέρος που έζησε τον έρωτα και έκλεισε τη πόρτα πίσω της.
Μέσα στο ταξί που την πήγαινε στο σπίτι της Μαίρης αναλογίστηκε πόσες φορές έκλεισε πόρτες πίσω της, πόσες φορές έκλαψε για όσα άφηνε , για όσα την εγκατέλειπαν ,για ότι την πρόδιδαν και την απομάκρυναν  από αυτό που όλα τα κορίτσια ονομάζουν ευτυχία. Θυμήθηκε την αδιαφορία της  μάνα της, τα αδέλφια που δεν έζησε μαζί τους όσα έπρεπε να ζήσει ώστε να αγαπηθούν. Τα παιδιά του χωριού που την έδειχναν με το δάκτυλο, τη μοναξιά και τον αγώνα της να γίνει κάτι..να φτιάξει μία φωλιά γύρω της. Άδικος  κόπος σκέφτηκε με χιούμορ και λίγη ειρωνεία. Υπάρχουν άνθρωποι που γεννήθηκαν με χρυσόσκονη ολόγυρα τους και άλλοι που σαν τη Σταχτοπούτα ανακατεύτηκαν με τη στάχτη και χαθήκαν μέσα της μέχρι να φανεί ο..  πρίγκιπας. Νόμιζε κάποια στιγμή ότι τον βρήκε..πίστεψε  ότι τα μάγια λύθηκαν ..έκανε απλά λάθος. Δεν υπάρχουν πρίγκιπες σκέφτηκε, ούτε χρυσόσκονη…





6 σχόλια:

  1. Πολύ συγκινητικό! Ειδικά η επιστολή. Αν θέλεις, πέρνα μια βόλτα κι από δω: http://plektomaniac.blogspot.gr

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. κλαίω..
    γιατί να αναλογεί τόσο μερίδιο πόνου σε μερικούς ανθρώπους; και σε άλλους πάλι οχι..

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  3. Ένα βραβείο σε περιμένει εδώ: http://plektomaniac.blogspot.gr/2015/02/plektomaniac.html

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  4. Mέχρι να τελειώσει δεν ξέρω πόσο κλάμα θα ρίξω ακόμα!!!!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  5. Για αλλη μια φορα τοσο συγκινητικο!

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  6. περιμένουμε το 30 εδώ και πολύ καιρό!

    ΑπάντησηΔιαγραφή