Τρίτη 19 Μαΐου 2015

33η συνέχεια



Η Χαρά έγινε η χαρά της Λενιώς, φώτισε τον κόσμο της, της έδωσε ζωή εκεί που υπήρχε μόνο η συγκαταβατική αποδοχή της σε αυτήν. Το μικρό σπιτάκι έγινε λίκνο μιας συνύπαρξης δύο πλασμάτων που το ένα έπαιρνε τα πάντα από το άλλο. 
Στο χωριό πίστεψαν την ιστορία γύρω από τη παρουσία αυτού του παιδιού και μάλιστα πολλές φορές όσοι την έβλεπαν να ψωνίζει κάτι έχοντας στην αγκαλιά της το μωρό της έλεγαν με συμπόνια:
-Αχ! Κυρά Λενιώ πόσο το αγαπάς, τι θα γίνει όταν το πάρει ο πατέρας του και σου το στερήσει;
Εκείνη χαμογελούσε και τους απαντούσε δήθεν με καρτερία:
-Ε! ότι πει ο Θεός , μπορεί να βρει κάποια σε κάποιο λιμάνι και να μας ξεχάσει, άλλωστε αραιά και που μας παίρνει τηλέφωνο να ρωτήσει για τη Χαρά.
-Α! Κακό χρόνο να έχει ο γρουσούζης, ο άπονος..σίγουρα κάποια έχει σε λιμάνι και το βλέπει για φόρτωμα το αγγελούδι.. Ο πρώτος ή ο τελευταίος θάναι θαρρείς… ουυυυ να μου χαθεί . Λειτούργημα κάνεις κυρά μου..λειτούργημα.
Η Λενιώ ανακάλυπτε μέσα της μία άλλη Λενιώ που μπάλωνε με το ένα ψέμα το άλλο χωρίς καν να κοκκινίζει όπως παλιά.
Οι μέρες, οι μήνες περνούσαν και η βάπτιση έπρεπε να γίνει όμως η Λενιώ σκεπτόταν ότι ο ιερέας του χωριού θα έβλεπε το πιστοποιητικό και το όνομα της δίπλα στη φράση «αγνώστου πατρός». 
Συνεννοήθηκε με τη Μαίρη και αποφάσισε να γίνει η βάπτιση στην Αθήνα στη γειτονιά της και έτσι ταξίδεψε σε λίγες εβδομάδες για πρώτη φορά μετά από χρόνια στη μεγάλη πόλη και στις αναμνήσεις που της έφερνε στο νου. Κάποιες στιγμές μέσα στο Κυκεώνα των σκέψεων και των φόβων της σκεπτόταν  τι θα έκανε αν κάποια κακή συγκυρία την έφερνε μπροστά στην Ελπίδα. Τότε έσφιγγε την Χαρά επάνω της και προσπαθούσε να ξεχάσει τους φόβους της στο χαμόγελο της μικρής.
Μετά τη βάπτιση της μικρής στο σπίτι της Μαίρης το βραδάκι μισοξαπλωμένες στις δύο άκρες του καναπέ έλεγαν..έλεγαν… και τι δεν έλεγαν.
-Μαίρη το μυαλό μου πλέον πάει μακριά..δεν είμαι μόνη..έχω μία κόρη πια και είμαι μεγάλη, θα μπορούσα σίγουρα να ήμουν γιαγιά της. Κάποτε θα μεγαλώσει και θα το σκεφτεί μόνη της, ακόμη σκέπτομαι το θέμα του πιστοποιητικού, τι θα γίνει στο μικρό σχολείο του χωριού μας; Τα έχω περάσει Μαίρη μου, δεν υπάρχει πιο σκληρή ματιά από εκείνη που σε κοιτάζει και επάνω της φέρνει την ετικέτα «μπάσταρδο» . Χμ!..γέλασε με πόνο η Λενιώ, το άκουγα αμέτρητες φορές στα δρομάκια του χωριού, στο σχολείο, στα μαγαζιά που αγόραζα για τη μάνα μου ψωμί και τρόφιμα. Αποφάσισα κάποια στιγμή όταν μεγαλώσει να της πω την αλήθεια όλη, όπως ακριβώς έγιναν τα πράγματα. Το ψέμα και η αλήθεια είναι βαρύτερα όταν τα μαθαίνεις από ξένα χείλη και από λάθος ψυχές.
-Καλά θα κάνεις Λενιώ μου, έτσι πρέπει, είμαι σίγουρη ότι η Χαρά αφού την μεγαλώνεις εσύ θα γίνει αντίγραφο σου και θα καταλάβει με το σωστό τρόπο ότι της πεις. Προς το παρόν το άλλο πρόβλημα που είπες είναι το πιο σοβαρό, λυπάμαι όμως με αυτό το παιδί άλλαξε..θα αλλάξει.. η ζωή σου. Λενιώ μου πρέπει να πάρεις την απόφαση που πήρες πριν πολλά χρόνια φεύγοντας ..πρέπει να φύγεις ..ξανά γλυκιά μου και ξέρω ότι αυτό θα σου κοστίσει πολύ.
-Το σκέφτηκα κι εγώ , στριφογυρίζει τις νύχτες στο μυαλό μου .Ευτυχώς η μέχρι τώρα ζωή μου ήταν τόσο μετρημένη που έχω κάποια χρήματα στην άκρη. Είναι και όσα μου άφησαν οι θετοί γονείς μου , να τους έχει καλά ο Θεός εκεί δίπλα Του, μακάρι να ζούσε ο παπά Μανώλης..θα ήταν η ασφάλεια μου όπως πάντα.
-Τότε πρέπει να δρομολογήσουμε τη ζωής σου εδώ, θα βρω ένα μικρός σπιτάκι οικονομικό εδώ κοντά μου, θα δυσκολευτείς ίσως να συνηθίσεις ξανά μα εσένα δεν σε φοβάμαι. Θα έχεις εμάς δίπλα σου, στήριγμα σου, τη δική μου οικογένεια, τα αγόρια μου μεγάλωσαν η Χαρά θα γίνει κάτι σαν..παιχνιδάκι εδώ για μας. Καημό το είχε ο άνδρας μου για ένα κορίτσι, νάτο..θα το έχει στα πόδια του λοιπόν!
Αγκαλιάστηκαν και τα χρόνια που πέρασαν από επάνω τους θαρρείς εξαφανίστηκαν και γύρισαν πίσω..στα βράδια που αγκαλιασμένες έλεγαν τα νεανικά τους προβλήματα μετά τη δουλειά γελώντας και σχολιάζοντας  το, κάθε τι.
Όλα έγιναν τελικά όπως τα σχεδίασαν εκείνο το βράδυ! Η Λενιώ αποχαιρέτησε το χωριό και τη ζωή της εκεί κλειδώνοντας τη ξύλινη πόρτα πίσω της και παίρνοντας μόνο τη πολυθρόνα της μαζί και τα λίγα προσωπικά της αντικείμενα. 
Η Χαρά περπατούσε ήδη και η λέξη «μαμά» που της βροντοφώναξε ένα πρωινό  έκανε τη Λενιώ να κλαίει σαν μωρό ώρες ολόκληρες όποτε το θυμόταν. Το διαμέρισμα ήταν σχεδόν ένα δρόμο δίπλα από της Μαίρης, ευχάριστο με ένα ευρύχωρο μπαλκόνι που ο άνδρας της Μαίρης το έκλεισε « για καλό και για κακό» όπως είπε με προστατευτικό πλέγμα. Δυσκολεύτηκε η Λενιώ είναι αλήθεια αν προσαρμοστεί στη πόλη ξανά, της έλειπε ο κήπος, τα αηδονάκια που της τραγουδούσαν τα πρωινά, ο καθαρός αέρας και ..τ’ αστέρια που τα βράδια χάζευε καθισμένη στο πέτρινο παγκάκι της αυλής της. Κάποιες στιγμές έλεγε στον εαυτό της: « θα γυρίσω..» μα ήξερε ότι αυτό δεν θα γινόταν ποτέ.
Η Χαρά πήγε σχολείο, η Χαρά μεγάλωνε, η Χαρά έπαιρνε βαθμούς, έσβηνε κεράκια σε τούρτες που της έφερναν οι νονοί της και τα βράδια, κάθε βράδυ αγκάλιαζε τη Λενιώ και της έλεγε δυνατά: « -Μαμά μου σ’αγαπώ !».
Ότι φοβόμαστε κάποια στιγμή έρχεται απέναντι μας και στο χέρι μας, στις επιλογές μας είναι αν θα σταθούμε δυνατοί μπροστά του ή θα σκύψουμε το κεφάλι και θα χαθούμε στο πέρασμα του. 
Ήταν σχεδόν 10 ετών η Χαρά όταν γυρίζοντας από το σχολείο την ρώτησε έτσι..ξαφνικά και σκληρά:
-Μαμά γιατί δεν έχω μπαμπά σαν τη φίλη μου τη Σταυρούλα; Έχει πεθάνει; Και γιατί μοιάζεις σαν τη γιαγιά της και όχι σαν τη μαμά της; Εγώ σε βρίσκω πανέμορφη όμως στεναχωριέμαι όταν με ρωτούν αν είσαι η γιαγιά μου. Έχω γιαγιά;
Στέγνωσε ο λαιμός της Λενιώς, έφυγε το έδαφος από τα πόδια της και να ..ξάφνου απέναντι της το «πικρό ποτήρι» και έπρεπε να το πιει παρακαλώντας να βγει ζωντανή και όρθια από τη δοκιμασία . Πήρε ανάσα, τράβηξε κοντά της τη μικρή και την αγκάλιασε σφιχτά.
-Μεγάλωσες Χαρά μου , όχι αρκετά όμως ..μεγάλωσες και πρέπει να σου πω πάλι ένα παραμύθι που σου το φύλαγα για αυτή της στιγμή, μία ιστορία πλασμένη από αγάπη και ..αγάπη… και αγάπη!
-Παραμύθι μαμά; Τι με πέρασες μωρό;
-Άσε με να σου το πω γλυκιά μου γιατί έτσι θα μάθεις ότι η ζωή μας πολλές φορές είναι σαν ένα παραμύθι που το τέλος το φτιάχνουμε εμείς οι ίδιοι όπως το θέλουμε.
Μια φορά και ένα καιρό λοιπόν Χαρά μου μία σκοτεινή νύχτα στο σπίτι μου στο χωριό όπου γεννήθηκες χτύπησε η πόρτα μου δυνατά..τακ! τακ! Μία πανέμορφη κοπέλα μπήκε μέσα και μου ζήτησε να ξεκουραστεί και να την βοηθήσω γιατί..μέσα στη κοιλίτσα της είχε ένα μικρό θαύμα..ένα μωράκι που είχε έρθει η στιγμή να βγει στη ζωή, βιαζόταν γλυκιά μου! Το μωράκι ήσουν εσύ κοριτσάκι μου κι εγώ σε κράτησα στην αγκαλιά μου πρώτα και σε κοίταξα πριν από εκείνη. Μετά μου είπε ότι ο άνδρας της και πατέρας σου είχε χαθεί στη θάλασσα με το καράβι του που ήταν καπετάνιος και πήγε ψηλά στον ουρανό πριν προλάβει να μάθει ότι είχε εσένα . Η μανούλα εκείνη … η πραγματική σου μανούλα .. αρρώστησε βαριά , σε έβαλε στην αγκαλιά μου και μου ζήτησε να γίνω εγώ η δική σου μαμά. Εκείνη έπρεπε γλυκιά μου να… φύγει..μακριά.. να βρει το πατέρα σου που τον..αγαπούσε πολύ . Λοιπόν  πέταξε ψηλά στον ουρανό και μου είπε πριν φύγει ότι ο καλός Θεός όταν φεύγει μία μανούλα δίνει αμέσως μία άλλη στη θέση της, μια δεύτερη μαμά..
Φτερούγισε η καρδιά της Λενιώς περιμένοντας την αντίδραση της μικρής. Είχε παντρέψει το ψέμα με την αλήθεια απελπισμένα  σχεδόν παρανοϊκά παραμυθένια ελπίζοντας.. ελπίζοντας να μπορέσει να περάσει το κύμα που την χτύπησε και να βγει όρθια.
Η μικρή την κοίταξε χωρίς να μιλήσει αμέσως, το κορμάκι της έμεινε ακίνητο στην αγκαλιά της και μόνο το χεράκι της έσφιξε περισσότερο το δικό της.
-Δηλαδή εσύ είσαι η μαμά που μου έστειλε η πρώτη μου μαμά, έτσι;
-Ναι γλυκιά μου και σε αγάπησα πάρα πολύ γιατί δεν είχα η καημένη παιδάκι και χάρηκα που μου έστειλε η μαμά σου και ο καλός Θεός εσένα για να γίνεις το παιδάκι μου.
-Σάγαπώ μαμά, δεν πειράζει που σε λένε γιαγιά μου, εγώ σ’ αγαπώ και όποια μου ξαναπεί κάτι για σένα θα της δώσω..μπουνιά!
Γέλασε μέσα στα δάκρυα και την αγωνία της η Λενιώ, την έσφιξε δυνατά πάλι και της φίλησε τα μακριά μαλλιά της δεμένα  με τα όμορφα κοκκαλάκια που της αγόρασε πρόσφατα η Μαίρη.
-Όχι γλυκιά μου, δεν χτυπάμε κανένα απλά θα χαμογελάς και θα λες ότι η δική σου μαμά είναι ..λιγάκι..λιγάκι μεγαλύτερη από τις δικές τους!
Το βράδυ εκείνο όταν πια η Χαρά κοιμόταν στο δωμάτιο της η Λενιώ έπεσε στα γόνατα μπροστά στο εικόνισμα του Άγιου της και έκλαψε με όλη της τη ψυχή ζητώντας βοήθεια στο δρόμο που άνοιξε σήμερα με την ιστορία της και συγνώμη για το ψέμα της . Ήξερε ότι αυτό ήταν η αρχή, ότι το παιδί θα μεγάλωνε και η λογική του θα ζητούσε απαντήσεις πέρα από αυτή τη..πρόχειρα σκηνοθετημένη που της σέρβιρε. Έπρεπε να είναι έτοιμη και δυνατή για όλα, αυτό δεν είναι μάνα;..να πολεμάει με νύχια και με δόντια για το παιδί της;
Η Χαρά δεν την ρώτησε ΠΟΤΕ ξανά ..δεν της ξαναμίλησε για το τι λέγανε οι φίλες της γι’ αυτήν και όσοι την γνώριζαν. Μάλιστα έδειχνε περήφανη για εκείνη κάθε φορά που ερχόταν στο σχολείο με τους γονείς και κολλούσε επιδεικτικά επάνω της κρατώντας την από το χέρι.
 Η Χαρά μεγάλωνε μαζί με τη Λενιώ και γινόταν αντίγραφο της στους τρόπους και στα συναισθήματα όπως ακριβώς είχε μελετήσει η Μαίρη. Καλή μαθήτρια ,πρόθυμη, ευγενική, πάντα προσέχοντας  τις απαντήσεις της, φιλική με όλους και με διακριτικότητα στους τρόπους της.. Έγινε το παράδειγμα στις μανάδες των φιληνάδων της , η αγαπημένη των καθηγητών και το παράξενο ήταν ότι δεν τράβηξε τη ζήλια καμίας  φίλης της για όλα αυτά. Ίσως γιατί είχε πάντα τη συγκαταβατική στάση της Λενιώς, τη προθυμία της να ..ακούει, να συμβουλεύει με προσοχή και με καλή διάθεση, η Χαρά έγινε πράγματι η κόρη της , το παιδί της, το κομμάτι από εκείνη την ίδια.
Η Λενιώ αν ήξερε περισσότερο τη ζωή θα φρόντιζε να οπλίσει τη Χαρά με ότι εκείνη δεν είχε  ποτέ , θράσος, .. ευελιξία ,πονηριά, επιφυλακτικότητα και σκληράδα ψυχής.          








4 σχόλια:

  1. Είχα καιρό να μπω και να διαβάσω τη συνέχεια. Τι πλοκή! Αναμένω με πολύ ενδιαφέρον τις επόμενες αναρτήσεις...

    ΑπάντησηΔιαγραφή
    Απαντήσεις
    1. Κωνσταντίνα μου ευχαριστώ και άπειρες ευχές για τη γιορτή σου!

      Διαγραφή
  2. Γιορτάζει κι η Λενιώ σήμερα!

    ΑπάντησηΔιαγραφή