Τετάρτη 6 Μαΐου 2015

31 η συνέχεια


………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………………..
Τώρα στεκόταν χρόνια πολλά μετά από εκείνη τη μέρα στο δωμάτιο , στο σπίτι που πάλεψε να κάνει έτσι, στη ζωή που μόχθησε για να βάλει σε δρόμο ηρεμίας και ασφάλειας..
Όρθια με ένα μωρό στην αγκαλιά, ένα ξένο μωρό, ένα μωρό που κάποτε θα έδινε και τη τελευταία σταγόνα από το αίμα της για να είναι δικό της. Ήταν όμως ένα μωρό, ένα γλυκό μωρό που το πρωτοαντίκρισε πριν από όλους μάλλον  η μόνη που το κοίταξε και το χάιδεψε. Τι είναι σκέφτηκε αυτό που σε κάνει μάνα; Ο πόνος της γέννας; Το αίμα και η σάρκα που σε ενώνει; Το έσφιξε επάνω στο κόρφο της κλαίγοντας , πλησίασε το κρεβάτι που χθες ξεγέννησε τη μάνα του και βλέποντας το διπλωμένο χαρτί στο μαξιλάρι σχεδόν κατάλαβε τι θα έγραφε. Ακούμπησε ήρεμα το μωρό στο μαξιλάρι της μάνας..ας έπαιρνε τουλάχιστον κάτι από τη μυρωδιά του ιδρώτα της αφού δεν είχε την ίδια. Κάθισε δίπλα του και πήρε το χαρτί στα χέρια της. Ήταν μία σελίδα από το τέλος ενός βιβλίου, η τελευταία σελίδα..η λέξη τέλος υπήρχε επάνω του..Τα γράμματα όμορφα , ταραγμένα μα στρωτά έδειχναν ότι τα έγραψε με πλήρη συνείδηση και αποφασιστικότητα.
<<Κυρία Λενιώ δεν σας ζητώ να με συγχωρήσετε, ούτε να με δικαιολογήσετε , ξέρω απλά ότι θα κάνετε αυτό, που πρέπει γιατί σας ένοιωσα ότι πάντα αυτό κάντε στη ζωή σας. 
Το παιδί αυτό αρνήθηκα να το δεχθώ από τη στιγμή που έμαθα την ύπαρξη του, αρνήθηκα να το δω για να μη πάρω μαζί του την εικόνα του και τις ενοχές που θα μου μετέφερε. Δεν θέλω να βλέπω κάτι γύρω μου που θα μου το θυμίζει, δεν θέλω να πάρω καν τη μυρωδιά της σάρκας του. Έφυγα σχεδόν νύχτα σαν εγκληματίας, σαν  κλέφτης μα κι εμένα μου έκλεψαν τα πάντα, εγκλημάτησαν επάνω μου, δεν θέλω παρά να πάρω μαζί μου το μάθημα που μου έμαθαν και την απόφαση να ζήσω  για μένα πια..μόνο για μένα. Σας αφήνω το παιδί , δεν θα γυρίσω ποτέ, δεν θα σας ζητήσω το λόγο , δεν θα ξέρω ούτε το όνομα του.
 Για σας θα είμαι η Ελπίδα , μια κάποια ελπίδα χαμένη..εσείς θα βρείτε λύση για το μωρό είμαι σίγουρη ότι θα πράξετε το σωστό. Κρατείστε από μένα μόνο την ιστορία μου και θάψτε την μαζί με τη θύμηση μου. Απλά..ευχαριστώ.. ο Θεός ας είναι πάντα μαζί σας.>>
Η Λενιώ στάθηκε δακρυσμένη να κοιτάζει το σημείωμα, μετά από του παραθυριού το θολωμένο τζάμι έψαξε με το βλέμμα κάτι που να της έδειχνε ότι όλα ήταν ψέμα και η φιγούρα της Ελπίδας θα γύριζε πίσω. Ήξερε ότι αυτό δεν θα γινόταν , καταλάβαινε ότι αυτή τη μέρα άνοιγε μία νέα σελίδα στη ζωή της και ανατρίχιασε μέχρι την άκρη του κορμιού της γι’ αυτό που ήξερε ότι αποφάσισε.
 Πήγε στο μωρό που κουνούσε τα χείλη και τα δαχτυλάκια του, μία φωνούλα άρχισε να μισοβγαίνει δειλά. Χαμογέλασε  η Λενιώ..αυτό το μωρό δεν έκλαιγε καν όταν έπρεπε. Το πήρε προσεκτικά στα χέρια της, το πίεσε στο στήθος της να νοιώσει περισσότερο την ύπαρξη του, κοίταξε την εικόνα του Άγιου της και Του είπε:
 - Μάρτυς μου Άγιε μου , θα γίνω μάνα γι’ αυτό, θα κάνω όλα όσα θα έκανε μία μάνα… Μάρτυς μου Άγιε μου αποφάσισα να το κρατήσω , να το μεγαλώσω και να το προστατέψω από κάθε τι .
Έτσι γύρισε η σελίδα της ζωής της και οργανωτική όπως ήταν άρχισε πυρετωδώς να ψάχνει λύσεις για τη τακτοποίηση του. Την ημέρα εκείνη το φρόντισε, το τάισε, το κοίμισε και τη νύχτα ξαγρύπνησε να βρει λύσεις και νομικές δικλίδες να κάνει πράξη την απόφαση της. Αν πήγαινε στην αστυνομία το μωρό θα το έπαιρνε η Πρόνοια, να το υιοθετήσει δεν μπορούσε λόγω ηλικίας και οικογενειακής κατάστασης. Έπρεπε λοιπόν να βρει μία..παράνομη λύση μα αυτό ήθελε γνωριμίες και διασυνδέσεις. 
Σαν αστραπή σκέφτηκε το μόνον άνθρωπο που εμπιστευόταν , τη φίλη της την Μαίρη, θα της έλεγε τα πάντα χρειαζόταν κάποιο πρακτικό και ανεπηρέαστο μυαλό να βρει μαζί της λύσεις. Ήξερε ότι δούλευε ακόμα και ήταν πλέον προϊσταμένη σε κλινική ιδιωτική Μαιευτική όπως παλιά. Περίμενε με αγωνία να ξημερώσει και πρωί πρωί την πήρε στο τηλέφωνο.
Δεν άκουσε ούτε τη χαρά της που την άκουγε, της έκοψε τη φλυαρία με απότομο τρόπο μα ήξερε ότι η Μαίρη θα καταλάβαινε.
-Μαίρη μου σε χρειάζομαι, πρέπει να σε δω οπωσδήποτε , έχω να σου πω πράγματα που δε λέγονται από το τηλέφωνο μα δεν μπορώ αυτή τη στιγμή να έρθω εγώ κοντά σου. Μαίρη σου ζητάω πολλά μα σε παρακαλώ..έλα αυτό το ΣΚ στο χωριό, σε χρειάζομαι ..
Η Μαίρη δεν ρώτησε καν πως και γιατί απλά σιώπησε για λίγα δευτερόλεπτα και της είπε απλά μα δυναμικά όπως πάντα:
-Θα έρθω, τα παιδιά μου είναι μεγάλα πια, θα χαρούν που θα μείνουν μόνα και ο άνδρας μου θα δει σπορ με τους φίλους του στο σαλόνι με ανακούφιση που δεν θα του γκρινιάζω για τα τσιγάρα. Θα έρθω Λενιώ μου, Σάββατο πρωί με το πρώτο θα είμαι εκεί. Πες μου απλά αν θες χρήματα.
- Όχι καλή μου, δεν υπάρχει τέτοιο θέμα, εσένα χρειάζομαι και το..μυαλό σου δίπλα μου.
Μέχρι το Σάββατο της φάνηκε αιώνας και μόνο η φροντίδα του μωρού την κράτησε σε χαρούμενη διάθεση ώστε να διαχειριστεί όλα όσα οι σκέψεις και η λογική της έβαζαν εμπόδια στα σχέδια της. Όταν μία γειτόνισσα ήρθε για κάποιο πρόβλημα της ανήσυχη που δεν είχε φανεί στο χωριό δικαιολόγησε την απουσία της ότι φιλοξενούσε μία ξαδέλφη της με το μωρό της. Την κράτησε έξω από το σπίτι στο τραπεζάκι της αυλής και τη τράταρε γλυκό και καφέ όσο πιο γρήγορα μπορούσε και με χαμόγελο για να μη κινήσει τη περιέργεια της. Η Λενιώ που ήξερε μέχρι τώρα είχε χαθεί, το ψέμα ανάβλυζε σαν το νερό από το στόμα της με προσοχή στις πληροφορίες που μετέδιδε.
-Σε κρατώ έξω κυρία Μάρω γιατί η ξαδέλφη μου είναι άρρωστη από τη γέννα που έκανε και ήρθε σε μένα να τη φροντίσω αφού ο άνδρας της είναι ναυτικός. Φοβάμαι μη κολλήσει κάτι από τις επισκέψεις έτσι ευαίσθητη  που είναι  Το μωρό το φροντίζω εγώ μέχρι να δούμε τι θα γίνει. Λέω να πω μια φίλη μου να τη πάει σε ειδική κλινική για ανάρρωση, θα δούμε.
-Πάντα καλή και πονετική κυρά Λενιώ μου κι εγώ ήρθα να δεις κανένα φάρμακο από αυτά που κάνεις για κάτι που έβγαλα στο δέρμα μου, να ..εδώ στο χέρι.
Σαν αστραπή μπήκε και βγήκε η Λενιώ και της έφερε το βαζάκι με το φάρμακο που έκανε θαύματα σε τέτοιες περιπτώσεις.
-Πάρτο κυρά Μαριώ και δεν θέλω λεφτά, σου χρωστώ χάρη για τα φρέσκα αυγά που μου στέλνεις με τον εγγονό σου.
Χάρηκε η γειτόνισσα, το πήρε , ευχαρίστησε με υποσχέσεις για περισσότερα αυγουλάκια και χαιρετώντας την πήρε το δρόμο για το χωριό ενώ η Λενιώ ανάσανε και κοκκίνισε με την ησυχία της για όσα ψέματα είπε.
Το Σάββατο ήρθε και μη μπορώντας να πάει στη στάση του λεωφορείου υποδέχθηκε τη Μαίρη αγκαλιάζοντας την σφιχτά με λαχτάρα στη πόρτα της αυλής της. Ξέσπασε σε κλάματα, ότι είχε μαζεμένο μέσα της ξεχείλισε σαν το νερό της βρύσης στον ώμο της. Μετά εκεί, στο πέτρινο παγκάκι του κήπου της διηγήθηκε όλη την ιστορία..
-Μωρό..μωρό..τρελάθηκες φιληνάδα; Ξέρεις τι θέλει ένα μωρό; Ρώτα κι εμένα που τα έκανα με χίλια ζόρια κοτζάμ γαϊδούρια και ευχαριστώ δεν ακούω. Μωρό;..μωρό;
Μιλήσανε πολύ,  είπανε τα πάντα, άνοιξε τη καρδιά της η Λενιώ , είπε όσα ήθελε να πει και η Μαίρη μα στο τέλος την αγκάλιασε και της είπε τρυφερά:
-Σου αρνήθηκα ποτέ κάτι φίλη μου, αδελφή μου καλύτερα. Αν εσύ λες ότι ξέρεις τι κάνεις εγώ θα σταθώ δίπλα σου, τώρα πάμε να δω το ..μικρό μπελά που μας άναψε φωτιές!
Όταν μπήκε στο μικρό δωμάτιο που είχε σαν δικό της η Λενιώ και αντίκρισε το μωρουδάκι η Μαίρη λύγισε όπως λυγίζει κάθε γυναίκα στη θεά ενός τέτοιου πλάσματος. Το πήρε στην αγκαλιά της και το κούνησε ελαφρά με τη πείρα που της έδινε τόσα χρόνια δουλειάς. 
Το κοίταζε και το μυαλό της έτρεχε σαν βολίδα σε πιθανές λύσεις. Τέτοια ήταν  πάντα η Μαίρη , δυναμική, απρόβλεπτη, χωρίς πολλές αναστολές όταν έπαιρνε κάποια απόφαση. Είχε πετύχεις τη ζωή της σχεδόν όλα λογικά όσα ήθελε. Ένα ήρεμο γάμο με ένα σύζυγο που τον έπαιζε στα δάχτυλα του χεριού της, τα δύο παιδιά της , μία καλή άνοδο σταδιακά στη δουλειά της. Ήξερε τα πάντα μέσα στη κλινική, το δεξί χέρι των γιατρών , φρόντιζε τις δουλειές τους , τα ραντεβού, τα …φακελάκια τους και άπειρες φορές κάλυπτε τα λάθη τους. Έτσι έγινε κομμάτι δικό τους, απαραίτητη γι’ αυτούς σε πολλά, σχεδόν τους φόβιζε μήπως σε κάτι δυσαρεστηθεί και ανοίξει το στόμα της.
 Αυτό σκέφτηκε η Μαίρη και ήδη σε λίγα λεπτά χωρίς να πει κουβέντα είχε κι όλας βάλει τα επόμενα βήματα σε καλό δρόμο.
-Λενιώ μου δώσε μου λίγες μέρες καιρό μόλις γυρίσω , μη με ρωτήσεις, άσε σε μένα τα πάντα και έχε μου εμπιστοσύνη σε όλα..
Την αγκάλιασε και μετά της είπε με χαμόγελο:
-Αντε τεμπέλα, φτιάξε πρωινό, άσε το μπελαλίδικο να κοιμάται και έλα να πούμε τα δικά μας όπως παλιά, θυμάσαι; Αλήθεια θέλεις νέα από τον..δικό σου; Έγινε ένα χοντρός γιατρός λεφτάς, έκανε τρία παιδιά που του τα τρώνε και μία γυναίκα που της τα ..περνάει και την έχει κάνει τάρανδο όπως λένε οι νοσοκόμες.
Η Λενιώ κοκκίνισε, τόσα χρόνια μετά έρχονταν στιγμές που η σκέψη του έμπαινε με πόνο στο μυαλό της και έκανε τα μάτια της να δακρύζουν και τη ψυχή της να γεμίζει παράπονο. Συνέχισε να την ακούει να φλυαρεί σαν τη γαλιάντρα δίπλα της, η Μαίρη..σε τίποτε δεν άλλαξε λες και τα χρόνια δεν πέρασαν από επάνω της. Απλά φαινόταν ακόμα πιο σίγουρη στον εαυτό της και η πείρα της ζωής την είχε σφραγίσει με τον αέρα της υπεροχής. Χαιρόταν γι’ αυτήν , την αγαπούσε, ήταν τελικά ο μόνος άνθρωπος που είχε.
Αποχαιρετιστήκαν το απόγευμα αργά , την φίλησε και ήξερε ότι το πρόβλημα της θα είχε καλό διαχειριστή. Αυτό της έδωσε γαλήνη, μπήκε στο σπίτι και πήρε στην αγκαλιά της το μωρό, το χάιδεψε  απαλά στο προσωπάκι με την άκρη των δακτύλων της και άρχισε να του μιλάει για χίλια δυο πράγματα λες και την καταλάβαινε. Τέλος όταν το πήρε ο ύπνος το σήκωσε απαλά και το έβαλε στο κρεβατάκι του , το σκέπασε και..
-Χαρά..θα σε ονομάσω Χαρά..γιατί μωρό μου έγινες η χαρά μου!








3 σχόλια:

  1. Γειά σας κα Γεωργία! Σας διαβάζω χρόνια και η γραφή σας είναι υπέροχη. Περιμένω την συνέχεια με ανυπομονησία.
    Φωτεινή από Κύπρο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. ΚΑΛΗΣΠΕΡΑ ΑΧΤΙΔΟΥΛΑ. ΠΟΛΥ ΩΡΑΙΟ ΓΙΝΕΤΑΙ ΟΣΟ ΠΡΟΧΩΡΑΕΙ.ΠΕΡΙΜΕΝΟΥΜΕ ΤΗ ΣΥΝΕΧΕΙΑ.

    ΑπάντησηΔιαγραφή