Η Λενιώ την έσφιξε επάνω
της..καταλάβαινε..ένοιωθε..ήξερε καλά τι σημαίνει να χάνεις κάτι από λάθος που
δεν μπορούσες να ελέγξεις..
-Σταμάτα γλυκιά μου, κοιμήσου λιγάκι
υπάρχει και η αυριανή ημέρα να πούμε όλα αυτά..θα κάνουμε καλή παρέα φαίνεται
οι δυο μας για λίγο καιρό, για όσο χρειαστείς ,διόρθωσε αμέσως τη φράση της.
Η Ελπίδα ήταν λες και δεν την άκουγε,
ταξίδευε το μυαλό και η ψυχή της στο ίδιο καράβι , σε βρώμικα νερά, σε τρικυμίες
και τυφώνες..
-Την επόμενη μέρα κλείδωσα τη πόρτα μου
και έβαλα το τραπέζι πίσω της φορτώνοντας το με όσα βαριά πράγματα είχα..σαν
τρελή έκανα..σαν σαλεμένο πλάσμα από ταινία μυστηρίου . Το κινητό μου χτυπούσε
συνέχεια, δεν ήταν ο Αντώνης..όχι..τι θα μπορούσε να πει, τι να δικαιολογήσει.
Ήταν ο Πάνος μου κι εγώ δεν το σήκωνα
παρά μόνο έκλαιγα βλέποντας το όνομα του στη κλήση. Θα διάβαζε για τις
εξετάσεις του, τι κακό του έκαμνα τώρα που δεν απαντούσα μα και τι κακό θα του
έκαμνα αν άνοιγα το τηλέφωνο .
Δεν έφαγα, δεν ντύθηκα καν..Τα μάτια
μου καρφωμένα στη πόρτα, στη κλειδαριά..τα αυτιά μου τεντωμένα στο κάθε ψίθυρο
στους διαδρόμους του σπιτιού. Αν ξαναερχόταν σκεπτόμουν, αν τολμούσε να μπει με
το κλειδί του ο Αντώνης; Πανικός, πανικός ήταν αυτό που με πλημύριζε και πόνο
γιατί ήξερα ότι είχα ξαναγυρίσει σ’ εκείνη η μέρα που σκοτώθηκαν οι γονείς μου.
Έτσι ένοιωθα ξανά, χαμό, απώλεια, μοναξιά, γυμνό τοπίο ολόγυρα μου κι εγώ
ξεσκέπαστη γεμάτη πληγές
Τότε σκέφτηκα ότι αν δεν με βρίσκανε
εδώ θα γλύτωνα από πολλά, μα που να πάω; Που να κρυφτώ; Δεν είχα
κανένα..κανένα..ο μόνος που θα μπορούσε να με αγκαλιάσει θα ήταν ο Πάνος όμως
μου ήταν αδύνατον να σκεφτώ ότι θα μπορούσαν τα πράγματα να γίνουν όπως
πριν..λες και σβήστηκε η χθεσινή μου νύχτα. Τίποτε δεν ήταν και ούτε θα ήταν
όπως παλιά, γι’ αυτό δεν είχα καμία αμφιβολία.
Ήταν πρωί, ίσως δεν έκανα σωστά μα
μόνον η φυγή ήταν λύση μπροστά μου και..έφυγα! Μέσα σε λίγη ώρα μάζεψα τη ζωή
μου και το μέλλον μου σε ένα σάκο κοίταξα πίσω μου το ανάκατο σπίτι που άφηνα
και..έφυγα..έφυγα..στο άγνωστο .Προσπαθούσα να αγνοήσω όσα με βάραιναν
μα..έκανα λάθος πάλι, δεν μπορούσα να σβήσω με τίποτε ότι με στιγμάτισαν και θα
με σημάδευαν ακόμα περισσότερο στο
μέλλον. Τράβηξα λίγα από τα χρήματα που είχα, έπρεπε να κάνω οικονομία μέχρι να
δω τι θα γίνει και ήρα από το σταθμό το πρώτο λεωφορείο που βρήκα εισιτήριο
χωρίς καν να δω το προορισμό. Δεν θα σε κουράσω άλλο..δεν έχει σημασία το τι
έκανα το πρώτο καιρό. Βρέθηκα στη Μακεδονία, ένα μικρό ξενοδοχείο που με
δέχθηκε με περιέργεια και ζήτησε προκαταβολικά τις μέρες που δήλωσα. Είπα ότι
έκανα έρευνα στατιστική για μία εταιρία..ότι μου ήρθε στο νου μου. Έμεινα
σχεδόν 40 μέρες μέχρι που τα χρήματα μου τελείωσαν… Πλήρωσα και έφυγα
αξιοπρεπώς χωρίς να δώσω δικαίωμα , πήρα πάλι το πρώτο λεωφορείο που βρήκα και
έφυγα σε μία μεγαλύτερη πόλη..Περιπλανήθηκα στους δρόμους της , έτρωγα
κουλούρια για να κάνω οικονομία και κοιμόμουν όπου έβλεπα ερημιά και χώρο να
σκεπαστώ . Λένε ότι το κακό το ακολουθεί πάλι κακό..κι εγώ το έζησα και αυτό.
Έψαχνα για δουλειά στη πόλη, κάποια κυρία μου είπε να της καθαρίσω το μαγαζί
της μα μόλις με είδε να προσπαθώ μου πήρε το κουβά από τα χέρια και μου είπε:
-Δεν κάνεις κορίτσι μου για τέτοια
δουλειά, δεν ξέρεις ..φαίνεται!
Ένοιωσα απέραντη ντροπή όταν φεύγοντας
μου έβαλε στο χέρι ένα χαρτονόμισμα των 10 ευρώ και στο σακίδιο μου ένα
σάντουιτς. Κάθισα σε ένα παγκάκι και έκλαιγα για τη κατάντια μου ψελλίζοντας τη
μόνη λέξη που ήθελα να πω σε κάποιον δίπλα μου..Μαμά μου… Έμεινα μέχρι που νύχτωσε όταν με πλησίασε μία
νέα γυναίκα . Ντροπαλά μα με θάρρος κάθισε δίπλα μου και μου είπε ότι καθόταν
εκεί κοντά , με είχε δει το πρωί που έφερε το παιδί της στο πάρκο..
-Δεν φαίνεσαι μικρή μου καμία αλήτισα,
αισθάνομαι ότι κάτι έχεις και ήρθα να σε ρωτήσω αν θέλεις να μείνεις σπίτι μας
απόψε, έστω να φας κάτι ..
Ήταν τόση η κούραση και η ανάγκη μου να
έχω κάποιον δίπλα μου που την ακολούθησα. Σπάνιο αυτό που έκανε για κάποια
άγνωστη, σκέφτηκα τη θεία μου..σίγουρα θα είχε καλέσει την αστυνομία .Ξέρεις
ποιο ήταν το πιο σημαντικό; Με δέχθηκε στο σπίτι της αυτή και ο άνδρας της που
ήρθε λίγη ώρα μετά , με τάισαν , με φρόντισαν και δεν με ρώτησαν οτιδήποτε για
το λόγο που ήμουν έτσι. Με ρώτησαν μόνο αν έχω γονείς και πόσων ετών είμαι.
Έβγαλα τη ταυτότητα μου και πήγα να τους τη δείξω, την αγνόησαν και
μου..ζήτησαν συγνώμη..αυτοί..εμένα! Λίγες μέρες μετά ήρθε το δεύτερο κακό που
σου έλεγα. Βοηθούσα στις δουλειές η κυρία Φιλιώ όπως την έλεγαν , ήταν το
ελάχιστο που μπορούσα να κάνω γι’ αυτούς και ασχολιόμουν με το παιδί. Ο άνδρας της ήταν επιπλοποιός ,
έλειπε όλη μέρα στο μικρό εργοστάσιο έκθεση
που είχαν κι εκείνη ασχολιόταν με το σπίτι. Οικονομικά ήταν καλά, αυτό
φαινόταν και ήταν μία οικογένεια αγαπημένη και αρμονική με αρχές και τάξη στη
ζωή τους. Τους θαύμαζα, τους ευγνωμονούσα κάθε βράδυ , τους ζήλευα με καλή
σημασία της λέξης.
Εκείνο το πρωί την βοηθούσα να βάλουμε
τα ρούχα στο πατάρι, άρχιζε Φθινόπωρο..Τότε ζαλίστηκα και έπεσα από τη σκάλα,
λιποθύμησα και λίγο πριν το μυαλό μου στάθηκε στις φωνές της και στη μορφή του
Πάνου που με κοιτούσε θλιμμένα. Όταν ξύπνησα ήμουν σε ένα νοσοκομείο και η
κυρία Φιλλιώ ήταν δίπλα μου.-
-Επιτέλους Ελπίδα μου , μας τρόμαξες,
δόξα το Θεό όλα καλά μικρή μου μη φοβάσαι, όλα καλά..καταλαβαίνεις τι εννοώ,
έτσι.
Δεν καταλάβαινα, δεν κατάλαβα ακόμη και
όταν οι δύο μαζί μου είπαν ότι θα έπρεπε να τους εμπιστευτώ και να τους πω το
πρόβλημα μου από την αρχή.
-Όλα θα βρουν τη λύση τους μικρή μου, ο
άνδρας μου θα σε βοηθήσει να βρεις τον αγαπημένο σου και να διευθετήσετε τις
διαφορές σας . Θα γίνεις μανούλα γλυκιά μου, μία μικρή όμορφη μανούλα!
Αν με χτυπούσε κεραυνός νομίζω έτσι θα
ένοιωθα..έβαλα τη παλάμη μου στο στόμα για να μην ουρλιάξω και με το άλλο
κράτησα τη καρδιά μου για να μη σπάσει..Ήμουν έγκυος..περίμενα παιδί ..εγώ..Θεέ
μου..εγώ! Ο πανικός ξαναγύρισε, ένοιωσα παγιδευμένη, η αναπνοή μου σταμάτησε,
δεν μπορούσα να πάρω ανάσα και ένοιωθα να πνίγομαι.
Η κυρία Φιλιώ φώναξε το γιατρό και όλοι
μαζί επάνω μου να με κάνουν να πάρω ανάσα ενώ τα δάκρυα έτρεχαν ποτάμι από τα
μάτια μου. Ήθελα να πεθάνω..μακάρι να σταματούσε η καρδιά μου σκέφτηκα, μακάρι
να ήταν όνειρο κακό, μακάρι να ήμουν μαζί με τους γονείς μου σ΄εκείνη τη στάση του
λεωφορείου τότε…
Λίγες μέρες μετά γύρισα στο σπίτι τους
μα ήμουν διαλυμένη και ήξερα ότι έπρεπε να φύγω, τους είχα γίνει βάρος μεγάλο
έστω και αν δεν το έλεγαν. Εκείνο το πρώτο απόγευμα που έμεινα σπίτι η κυρία
Φιλλιώ μου μίλησε για ..σένα.
-Για μένα; Μα που..που με ήξερε;
- Μου διηγήθηκε πως γεννήθηκε το δικό
της παιδί. Μία δύσκολη γέννα, απρόσμενη σε κάποιο ταξίδι για τους γονείς της.
Ένα μικρό χωριό και μία καλή μαία γιάτρισσα όπως την αποκαλούσαν οι συγχωριανοί
της..Πάντα θα την θυμούνται με αγάπη και ευγνωμοσύνη. Μου είπαν το χωριό σου,
μου περιέγραψαν τα πάντα σαν ένα παραμύθι .
-Ω! Τι μικρός ο κόσμος..ο κύριος που με
έκρινε επιτιμητικά στην αρχή και με..ασήμωσε πλουσιοπάροχα στο τέλος.
-Ναι, αυτός ήταν ο άνδρας της, γέλασε
λιγάκι η Ελπίδα, μου το είπε και αυτό .
Ήμουν
όπως είπε ο γιατρός κι όλας στον 4ο μήνα, με τα ψυχολογικά
προβλήματα που είχα δεν κατάλαβα την ανωμαλία στη περίοδο μου. Όταν του ζήτησα
να κάνω έκτρωση μου είπε ότι θα..κόστιζε πολλά κάτι τέτοιο και υπήρχε φόβος και
για την υγεία μου. Είπε και στη κυρία Φιλλιώ αυτό που ζήτησα και έπεσαν επάνω
μου με συμβουλές και ερωτήσεις. Αναγκάστηκα να πω την αλήθεια και πάγωσαν από
το σοκ που τους προκάλεσε.
-Γιατί δεν έκανες καταγγελίας στο
παλιοκάθαρμα, ξέσπασε ο άνδρας της . Πες μου το όνομα του και θα τον διαλύσει ο
δικηγόρος μου, πες μου το και όλα θα βρουν το δρόμο τους κι αυτός ότι του
αξίζει.
Τους είχε κλονίσει αυτή η ιστορία και ένοιωθα
ένοχη πάλι. Αυτοί οι καλοί άνθρωποι στα καλά καθούμενα βρήκαν προβλήματα και
θέμα να τους απασχολεί στην ηρεμία τους… Τελικά όπου πήγαινα μάλλον έφερνα μαζί
μου και τη κακοτυχία μου φαίνεται.
Λίγες μέρες μετά άκουσα άθελα μία
συζήτηση τους όταν νόμιζαν ότι κοιμόμουν. Κατάλαβα ότι έψαχνα να βρουν για
μένα, που έμενα, ποιοι ήταν οι γονείς μου, οι κηδεμόνες μου..και τότε κατάλαβα
ότι ήρθε η ώρα να φύγω από εκεί..Όμως που θα πήγαινα; Πως θα περνούσα το
χειμώνα στους δρόμους;
Έφυγα ένα μήνα μετά..κάνοντας τη
χειρότερη πράξη της ζωής μου, κάτι που θα με βαραίνει ακόμη και όταν θα το
διορθώσω. Περίμενα να μείνω μόνη σπίτι, η κυρία Φιλλιώ στη πεθερά της επίσκεψη
μαζί με τον άνδρα της και το παιδί τους. Πριν φύγουν πήγα κοντά τους και τους αγκάλιασα
στη πόρτα.
-Σας ευχαριστώ, δεν ξέρω αν μπορεί αυτή
η λέξη να περιέχει όσα σας οφείλω..
-Τι κάθεσαι και σκέπτεσαι Ελπίδα μου,
θα γυρίσω και θα τα ξαναπούμε πάλι από την αρχή..Να σε πείσω ότι υπάρχει λύση
για το θέμα σου. Πάνε να ξαπλώσεις τώρα να δεις κανένα εργάκι στη τηλεόραση
χωρίς το μικρό στο κεφάλι σου.
Το γέλιο της ήταν το τελευταίο που θα
θυμάμαι από εκείνη Λενιώ μου, έφυγα λίγη ώρα μετά, το δικό μου σακίδιο και …χρήματα
από το δικό τους συρτάρι. Μέσα έβαλα ένα
γράμμα όπου τους έλεγα ότι θα τους επέστρεφα το ποσό μόλις έπαιρνα στα 21 μου
τα χρήματα των γονιών μου, μάρτυς μου ο Θεός.
Η Ελπίδα σηκώθηκε απότομα από την
αγκαλιά της Λενιώς.
-Σου ορκίζομαι Λενιώ μου, θα τα
επιστρέψω αυτά και περισσότερα..όταν σκέπτομαι τι θα είπαν όταν θα είδαν τα
χρήματα που έλειπαν..όταν το σκέπτομαι..
Πήρα πάλι το λεωφορείο και τράβηξα στην
επόμενη πόλη, κρύφτηκα σε ένα ξενοδοχείο πάλι με λίγα χρήματα. Έψαξα και βρήκα
μία δουλειά σαν σερβιτόρα χωρίς ασφάλεια βέβαια. Η εγκυμοσύνη μου ούτε φαινόταν
και ας κόντευα τον 6ο μήνα πια, είχα ελαφρά παχύνει λιγάκι και τα
φαρδιά πουλόβερ που βρήκα σε μία λαϊκή σκέπαζαν τα πάντα.. Μέχρι που πέρασαν
άλλοι 2 μήνες, είχα προσέξει τα βλέμματα του αφεντικού , τους ψιθύρους πίσω
μου.
-Ελπίδα κορίτσι μου είσαι έγκυος;
Έσκυψα το κεφάλι, δεν μπορούσα να
αρνηθώ τίποτα. Μου πλήρωσε όσα μου χρωστούσε και κάτι παραπάνω και με έδιωξε
ευγενικά.
-Κορίτσι μου θα βρω το μπελά μου, δεν
μπορώ να σε κρατήσω.
Έμεινα άλλο μισό μήνα στο ξενοδοχείο και μόλις τελείωσαν τα λεφτά μου έφυγα. Ήμουν
κι όλας μάλλον 8 μηνών , δεν είχα πάει σε γιατρό ούτε μία φορά ξέρεις..απλά
μετρούσα και διάβαζα ότι σχετικό έπεφτε στα χέρια μου. Εκείνη την τελευταία νύχτα σκεπτόμουν τι μπορούσα να
κάνω, πως θα γεννούσα και πως θα..έδινα το μωρό. Δεν ένοιωσα ποτέ σαν μητέρα γι’
αυτό το μωρό, δεν άφησα τον εαυτό καν να το νοιώσει κάτι περισσότερο από
ένα..λάθος..
Θυμήθηκα τα λόγια της Φιλλιούς για
σένα..αν σε έβρισκα..αν με ξεγεννούσες και έβρισκες λύση για το μωρό ..δεν
έπρεπε να πάω σε νοσοκομείο..
Πήρα πάλι το λεωφορείο, τους δρόμους.
Έψαξα το χωριό μα δεν τολμούσα να έρθω ακόμη. Έμεινα 3 νύχτες σε αυλόγυρο
εκκλησίας, μέχρι που με βρήκε η παπαδιά και με πήρε σπίτι της για λίγες νύχτες.
Μόλις άρχισαν οι ερωτήσεις έφυγα πάλι και πήρα το δρόμο για το χωριό σου. Μέχρι
όπου μου έφθαναν τα χρήματα για εισιτήριο..Μετά με τα πόδια, τρώγοντας μήλα που
ζήτησα χωρίς ντροπή από κάποια γιαγιά που ήταν στην αυλή της. Η γιαγιά εκείνη
με κράτησε μία νύχτα και κοιμήθηκα στο ντιβάνι με ανακούφιση αφού έφαγα το
ζεστό τραχανά που μου έφτιαξε. Της είπα ότι πήγαινα στο χωριό σου και μου είπε
ότι σε ήξερε καλά.
-Να πας κορίτσι μου, να πας, η κυρά
Λενιώ είναι κάτι σαν γιάτρισσα εδώ , είναι καλή γυναίκα και σπουδασμένη..Να
πας..να πας..
Έφυγα 2 μέρες μετά και πήρα τους
δρόμους που μου έδειξε με τα πόδια πάλι.. Εκείνο το βράδυ, κουρασμένη
παραπάτησα, έπεσα και κυλίστηκα λίγα μέτρα στη πλαγιά. Μακάρι να είχα πέθαινα
σκέφτηκα μα..πάλι κάτι μέσα μου ακόμη πάλευε να..ζήσει.
Σηκώθηκα με το ζόρι, περπάτησα μέχρι
κάποιο καφενείο και ρώτησα για σένα. Ο γέρος είπε σε ένα παιδί να μου δείξει το
δρόμο για το σπίτι σου.
-Είναι μαθές λίγο ψηλά μα θα ο βρεις
και ο Θεός μαζί σου κυρά μου.
Καθώς με άφησε ο μικρός δείχνοντας μου
το σπίτι σου πήρα ανάσα και έψαχνα στο σακίδιο μου το μόνο πράγμα που φυλούσα
και δεν πούλησα μέχρι τότε ακόμη και όταν πεινούσα. Το βραχιόλι με το δράκο..το
μόνο αξίας που κράτησα από ..αυτούς. Σου χτύπησα τη πόρτα, μου την άνοιξες
και..είσαι όπως σε περιέγραψε η Φιλλιώ..ένας καλός άνθρωπος.
Η Λενιώ δεν μπορούσε να μιλήσει από τη
συγκίνηση που της έκλεινε το λαιμό..όλη αυτή ην ιστορία στο δικό της δώμα..όλος
αυτός ο Γολγοθάς ενός κοριτσιού που ακόμη δεν θα είχε τέλος.
-Κοιμήσου Ελπίδα μου, κοιμήσου, αύριο
θα είναι μία νέα μέρα και θα δεις ότι θα αλλάξεις γνώμη για το κοριτσάκι σου.
Είσαι πλέον μάνα και αυτό δεν αλλάζει μικρή μου. Νάξερες πόσο τυχερή είσαι γι’
αυτό, τυχερή και ευλογημένη, κοιμήσου.
Η Ελπίδα χαλάρωσε στο μαλακό κρεβάτι
της, η Λενιώ τη σκέπασε , τη σταύρωσε και πήγε με το βλέμμα της στον Άγιο της.
-Τι πάλι να σου τάξω Άγιε μου..σε έχει
ανάγκη, ελευθέρωσε την από κάθε που την βαραίνει..Ξέρεις εσύ..το λαδάκι σου και
το πρόσφορο σου κάθε Κυριακή από εμένα.
Πήγε στο κρεβάτι της και ένοιωσε όλο το
βάρος της κούρασης και της υπερέντασης που είχε όλη τη μέρα αυτή. Ο ύπνος της
βαρύς και χωρίς όνειρα, κάτι σαν μαγεμένο πέπλο επάνω από το κρεβάτι της
θαρρείς απλώθηκε . Ούτε ο κόκορας που λάλησε το πρωί δεν την σήκωσε όπως μέχρι
τώρα. Όλα συναινούσαν στη κορυφή της τραγωδίας ή στην αρχή μιας νέας ζωής για
κείνην.
Όταν ξύπνησε σχεδόν με πανικό έψαξε με
τη ματιά της τη φιγούρα της Ελπίδας στο κρεβάτι..Άδειο, το σακίδιο
εξαφανισμένο, έσκυψε στο μωρό. Ήταν εκεί, αγγελούδι ήσυχο και αθώο μιας κακής πράξης σε μία κοριτσίστικη
ζωή. Τότε είδε ο σημείωμα..πρόχειρα και βιαστικά γραμμένο, επάνω του σαν βάρος
το χρυσό βραχιόλι με το δράκο.
-<< Συγνώμη και ευχαριστώ..σου
την αφήνω..χωρίς πόνο και χωρίς κλάμα, δεν θα την αγαπήσω ποτέ , εσύ έχεις
αγάπης περίσσευμα , εγώ όχι..λυπάμαι..Μην της μιλήσεις ποτέ για μένα, ποτέ..Πες
απλά σε μένα..ΚΑΛΉ ΤΎΧΗ>>
Η Λενιώ έμεινε άφωνη με το γράμμα στο
χέρι, την έβγαλε από τη θέση αυτή το κλάμα του μωρού. Το πήρε με προσοχή
αγκαλιά και το έσφιξε επάνω της, το φίλησε στα μαλλιά του και τα έβρεξε με τα
δάκρυα της. Εκείνο άνοιξε τα ματάκια του και τα στύλωσε επάνω της. Σκέφτηκε το
ίδιο πράγμα όπως όταν το πρωτοκράτησε. Αυτό το μωρό έχει τα μάτια του ανοιχτά
από τη πρώτη στιγμή της ζωής του. Το κλάμα του σταμάτησε και κάτι σαν χαμόγελο
στα τρυφερά λουλουδένια χειλάκια..
-Μείναμε μαζί μωρό μου, εσύ κι
εγώ..ναι..εσύ κι εγώ!