Δευτέρα 22 Ιουνίου 2015

36η Συνέχεια


Το πρωί την ξύπνησε το φως που μπήκε από τις χαραμάδες του πατζουριού , αχτίδες φωτεινές , χέρια θαρρείς που την χάιδεψαν στοργικά  και παιχνιδιάρικα συγχρόνως τα μαλλιά και το πρόσωπο.
Μισάνοιξε τα μάτια και προσπάθησε να βάλει τον εαυτό της στο χώρο… μα βέβαια..  ήταν στη Κρήτη!
Σηκώθηκε με βιασύνη από το κρεβάτι της και χαμογέλασε με τη σκέψη ότι τα 80 της χρόνια δεν της στέρησαν τη νεαρή Λενιώ που υπήρχε ακόμα μέσα της. Άπλωσε το χέρι στη πλεκτή χειροποίητη κουρτίνα σίγουρα πλεγμένη με αγάπη από τα χεράκια της μάνας Ιουλίας . Την τράβηξε με σεβασμό κα τρυφερότητα και άνοιξε το μάνταλο από τα πατζούρια. Το φως του πρωινού ανάκατο με τα αρώματα των βοτάνων και τα τιτιβίσματα από τις σιταρήθρες ξεχύθηκαν ολόγυρα και την γέμισαν ζωή. Και τότε σκέφτηκε ..στο δικό της χωριό στο παλιό χτιστό παλίοσπιτο της μάνας της το ίδιο ένοιωθε βλέποντας το κήπο της και ανασαίνοντας το καθαρό αέρα της φύσης κάθε πρωινό . Στην Αθήνα όλα αυτά τα είχε ξεχάσει , θυμόταν  πόσο δύσκολα προσαρμόστηκε ξανά με τα καυσαέρια και το θόρυβο των αυτοκινήτων. Χαλάλι όμως όλα για τη Χαρά της!
Το αυτί της έπιασε σιγανούς θορύβους από τη κουζίνα, έβαλε τη ρόμπα της και βγήκε από το δωμάτιο ακλουθώντας  το τραγουδιστό μουρμούρισμα της Στεφανίας.
-Γιατί σηκωθήκατε τόσο πρωί κυρία Λενιώ, είπαμε να κάνετε κάτι σαν.. μίνι διακοπές εδώ, εγώ θα φρόντιζα για όλα!
-Καλό μου κορίτσι , είμαι κάπου που με ευχαριστεί που γεμίζει τη ψυχή μου με αναμνήσεις , συγκίνηση και παλιές  αγαπημένες παρουσίες. Τι σημασία έχει που.. έφυγαν , για μένα ζουν πρώτα στη ψυχή μου και μετά σε κάθε αντικείμενο αυτού του σπιτικού. Θα τα πούμε καλή μου.. θα τα πούμε σίγουρα.. θα περάσουμε όπως φαίνεται πολύ καιρό μαζί εσύ κι εγώ.
 Βγήκε στο κήπο, λυπήθηκε με την εγκατάλειψη του όμως κάποια λουλούδια κόντρα σε όλα και με πείσμα δήλωναν την παρουσία τους και την αντίσταση τους στην έλλειψη κάποιας φροντίδας. Κάποια γιαγιά σαν κι αυτή όμως γερμένη από τις συνθήκες της ζωής πέρασε από το μικρό δρομάκι και την χαιρέτησε κουνώντας το χέρι της.  Η γάτα που καθόταν χθες στο περβάζι κατέβηκε νωχελικά και τρίφτηκε στα πόδια της καλωσορίζοντας την λες και γύρισε ο νοικοκύρης που έλειπε χρόνια. Η Λενιώ την χάιδεψε και σκέφτηκε ότι σίγουρα κάτι θα έβρισκε από αυτά που αγόρασε η Στεφανία να της δώσει να φάει. Την ίδια στιγμή η χαμογελαστή κοπέλα ξεπρόβαλε κρατώντας στα χέρια ένα γεμάτο δίσκο με πρωινό και φρέσκο μυρωδάτο καφέ. Με συγκίνησε παρατήρησε η Λενιώ τον ίδιο δίσκο και τα ίδια φλιτζάνια που την τρατάρισε τότε η μάνα  Ιουλία Η κοπέλα πανέξυπνη πρόσεξε που στυλώθηκε η ματιά της και πρόλαβε να πει:
-Βρήκα τα πάντα στα ντουλάπια σε κουτιά. Φαίνεται ότι η προηγούμενη ένοικος τα είχε μαζέψει προσεκτικά σ’ αυτά να μη σπάσουν.
Απόλαυσαν το πρωινό τους , ο καφές όπως τον έπινε, το ψωμί και το τυρί με τη ντομάτα μικρά κομμάτια δίπλα εικόνες που τις είχε ξαναπεράσει . Σε ένα πανεράκι μικρά κρητικά σκαλτσούνια που φαίνεται ότι τα είχε αδυναμία η Στεφανία γιατί γελώντας τα έτρωγε το ένα μετά το άλλο.
Συνέχισαν με κουβεντούλα εκεί καθισμένες στο πέτρινο χτιστό μιντέρι, η Στεφανία ήξερε να ..ακούει και η Λενιώ κόντρα στον χαρακτήρα της ήθελε να μιλήσει.  Το ένα έφερνε το άλλο σαν το νερό που κυλάει , σαν την ανάγκη   που την πίεζε  να βγάλει από μέσα της όσα είχε διπλοκλειδώσει τόσα χρόνια.
Παράξενο πόσες αλήθειες μπορείς να πεις σε μία άγνωστη εσώψυχα , πόσα βάρη να ξεφορτώσεις από μέσα σου . Λες και την γνώριζε μια ζωή.. λες και η Μαίρη ξανακάθισε δίπλα της στο παγκάκι της κλινικής που δούλευαν. Είναι να μην ανοίξεις το φράγμα που έχτισες η ίδια για να συγκρατήσεις το ποτάμι.. Βγήκε από μέσα της ο πόνος για τη μάνα που την γέννησε, για τα στερημένα χρόνια, για την ελπίδα που ξεπήδησε σαν πηγή στα χέρια του παπά Μανώλη και της Ιουλίας. Ο αγώνας της να σπουδάσει, να μην φανεί αγνώμων σε όσα της προσέφεραν . Ξεπήδησε και ο ερωτικός καημός, ο ανεκπλήρωτος πόθος, το όνειρο που έσβησε πριν καλά καλά το χαρεί.
 Ήρθε η μορφή του Νίκου μπροστά της και ένοιωσε το δάκρυ να κυλάει, άραγε πως θα ήταν αν.. αν.. εκείνο το παιδί δεν πέθαινε.. ή αν εκείνη δεν τον άφηνε να φύγει.. ή αν πάλι εκείνος της έλεγε:
-Εσένα αγαπώ, δεν χρειαζόμαστε δικό μας παιδί μπορούμε να μεγαλώσουμε ένα και να το κάνουμε δικό μας. Μη φεύγεις, η ζωή μου είναι άδεια χωρίς εσένα..
Πόσες φορές η Λενιώ δεν κοιμήθηκε με αυτό το όνειρο,  το φτιαχτό , σαν σκηνή από ταινία με πρωταγωνιστές εκείνους τους δύο.
-Σχώρα με Θεέ μου, δεν ήταν γραφτό, το θέλημα σου ήταν να μεγαλώσω τη Χαρά, να γίνω μάνα σε κάποιο παιδί που θα πετιόταν σε ένα ίδρυμα ίσως.
- Δεν έχουν σημασία όσα προσπερνάς στο δρόμο σου Στεφανία μου, οι στάσεις που δεν κάνεις, τα λεωφορεία που δεν προλαβαίνεις να ανέβεις,  τα πρόσωπα που δεν κρατάς δίπλα σου. Τη διαφορά την κάνει ο τρόπος που τα ζεις όλα αυτά , οι επιλογές που διαλέγεις τις δύσκολες στιγμές, όσα κρατάς στο γέρμα της ζωής μέσα σου!
Η Στεφανία δεν είπε οτιδήποτε, διακριτικά την άφησε να εναποθέσει όλα όσα ήθελε ίσως να..  ξαναπεί στον εαυτό της τον ίδιο. Ο κάθε άνθρωπος κουβαλάει κάποιο φορτίο σκέφτηκε, ο δρόμος της ζωής είναι γεμάτος από αυτά.  Την  άκουγε χωρίς να κρίνει ή να ρωτάει περισσότερα από όσα ήθελε να της πει και μόνο κάποια στιγμή τόλμησε να απλώσει το χέρι και να βάλει στη χούφτα της το δικό της . Όταν κατάλαβε ότι οι στιγμές αυτές πέρασαν σηκώθηκε , την αγκάλιασε σιωπηλά σαν να την έλεγε ότι θα ήταν εκεί, πάντα δίπλα της και σηκώνοντας το δίσκο την άφησε μόνη να καταλαγιάσει ήρεμα το πάθος της ψυχής της .
Μόλις έφυγε η ζέστη του μεσημεριού πήραν το δρόμο για τους τάφους των « γονιών »της όπως έλεγε με ειλικρίνεια η Λενιώ.  Στο δρόμο κοίταζε με έκπληξη πόσο είχε αλλάξει το μικρό αυτό ορεινό χωριουδάκι που διαφέντευε από ψηλά και είχε σαν πιάτο μπροστά του να θαυμάζει τη θάλασσα του Λυβικού πελάγους. Υπήρχαν τώρα μικρά μαγαζιά, σπίτια κτισμένα με σύγχρονο τρόπο διατήρησης την αρχιτεκτονικής Κρητικής παράδοσης. Η εκκλησία νέα, μεγαλύτερη, η πλατεία που δεν υπήρχε τότε μάζευε τους λίγους σχετικά κατοίκους . Μία χτιστή βρύση με πέτρινα παγκάκια για όσους ήθελαν να ξαποστάσουν ή να περάσουν την ώρα τους με κουβεντούλα. Δυο παππούδες είχαν μπροστά τους ένα τάβλι και έριχναν τα ζάρια με δύναμη σαν μπαταρίες στον αέρα να αντηχούν και να τους θυμίζουν τα νιάτα τους. Κάποιες γιαγιάδες κουβέντιαζαν όρθιες κρατώντας στα χέρια το πρωινό φρέσκο ψωμί του φούρνου.
Η Στεφανία μπόρεσε να βρει σε κάποιο μπακάλικο με την  ταμπέλα ..«Σούπερ Μάρκετ» κεριά και λίγα απαραίτητα για το προσκυνάμε όσο για λουλούδια.. κουτσούλισε όπως είπε γελώντας   μία μία τις γλάστρες και τα παρτέρια που βρήκε μπροστά της.
Ρωτώντας φθάσανε στο κοιμητήριο και η Λενιώ παρόλα τα χρόνια μπόρεσε να θυμηθεί το μέρος που έθαψε το λατρεμένο της ζευγάρι. Ο τάφος εγκαταλελειμμένος, το καντήλι σβηστό, το ξύλινο καγκελωτό  ολόγυρα σχεδόν ετοιμόρροπο. Κάπου στη μικρή μαρμάρινη κεφαλή του τάφου μια ξεθωριασμένη φωτογραφία των δυο τους.
Η Λενιώ στάθηκε ακίνητη, άβουλη σχεδόν να τους κοιτάζει, δεν θυμόταν παρά ελάχιστα από την ημέρα που τους αποχαιρέτησε σ’ αυτό το μέρος. Ένοιωσε ένοχη για την εγκατάλειψη, για όσα άφησε πίσω της φεύγοντας να σωθεί στο δικό της χωριό από το σπαραγμό που της άφησε ο Νίκος .
Η Στεφανία σαν τη μέλισσα ενώ συγχρόνως της μιλούσε ασταμάτητα  τακτοποίησε σε χρόνο ρεκόρ όλα όσα έκαναν το μνήμα να φαίνεται αξιοπρεπές από τη παρουσία της ανθρώπινης φροντίδας.
-Αυτό το ζευγάρι κορίτσι μου άλλαξε όλη τη ζωή μου, ποιος ξέρει που θα βρισκόμουν και τι θα ήμουν σήμερα αν δεν είχαν απλώσει το χέρι και την αγάπη τους επάνω μου. Χίλιες μετάνοιες να τους κάνω δεν μπορώ να ξεπληρώσω την οφειλή μου και πονώ μέσα μου γιατί δεν μπόρεσα να τους δώσω στα στερνά τους  τη φροντίδα μου.
-Κυρία Λενιώ, πιστεύω στο Θεό, πιστεύω ότι τα πάντα έχουν το λόγο τους που γίνονται στη ζωή μας και τα καλά και τα άσχημα. Τους αγαπήσατε, τους ονομάσατε στη ψυχή σας μάνα και πατέρα. Αυτό είμαι σίγουρη ότι το ένοιωσαν ακόμη και την  ώρα που παρέδιδαν το πνεύμα τους.
Η Λενιώ δάκρυσε από τα λόγια της μικρής , αν ήξερε.. αν ήξερε το μεγάλο μυστικό της ζωής της θα έλεγε σίγουρα ότι αυτός ήταν ο προορισμός της.. να ανταποδώσει τα ίδια σε ένα άλλο πλάσμα. Έμεινε αρκετή ώρα εκεί, σιωπηλά ενώ μέσα της έκαμνε στον Παπά Μανώλη την εξομολόγηση της. Από τότε που τον έχασε, από τότε που επωμίστηκα το μυστικό της ζωής της δεν είχε εξομολογηθεί ποτέ πια σε άλλο πνευματικό .. δεν τολμούσε να πει σε άλλον την αλήθεια  . Στην ουσία δεν ήθελε να το πει, ήθελε να ξεχάσει και η ίδια ότι η Χαρά δεν ήταν δικό της παιδί και ότι κάπου.. σε κάποια γωνιά της γης ζούσε η πραγματική της μάνα .
 Όταν πριν χρόνια σαν παραμύθι αποκάλυψε στη Χαρά το γεγονός έτρεμε από τότε κάθε λεπτό μήπως κάποια στιγμή ανοίξει η πόρτα και δει την Ελπίδα μπροστά της. Έτρεμε μήπως και η Χαρά μάθει με κάποιο τρόπο ότι η πραγματική μητέρα της ζει και την φέρει πίσω ψάχνοντας γη και ουρανό με τη λαχτάρα να τη γνωρίσει. Εκείνος ο πόνος στη καρδιά της γύρισε δυνατός, κλονίστηκε όμως το χέρι της Στεφανίας την συγκράτησε και την τράβηξε κοντά της.
-Αρκετά κυρία Λενιώ μου, φεύγουμε, οι νεκροί δεν βρίσκονται εδώ παρά μόνο στη καρδιά μας και είναι τότε ζωντανοί.
Πήραν το δρόμο για τη πλατεία , κόντευε μεσημέρι και η Στεφανία την τράβηξε σε ένα γραφικό μαγαζάκι με κρητικές λιχουδιές που γέμιζαν τον αέρα με τα μοσχοβολιά τους.
-Φάε εσύ κορίτσι μου, δεν πεινάω..
-Πως δεν πεινάτε; Πεινάτε και δεν το ξέρετε και θα το δείτε αμέσως μάλιστα καθώς θα τρώτε τα μεζεδάκια και θα πίνετε και το χάπι σας.
Τελικά σκέφτηκε η Λενιώ ήταν το πιο γλυκό κορίτσι που είχε συναντήσει μετά τη.. Μαίρη.. τόση ήταν κι εκείνη όταν την γνώρισε!
Κύλησαν δύο μέρες με τη ευχάριστη συντροφιά  της και την ..οδήγηση της,  παρέα με το χάρτη σε όλα τα γύρω μέρη. Όσες αντιρρήσεις και να της έφερνε η Λενιώ εκείνη κατάφερνε με χαμόγελο να τις ξεπερνάει, μέχρι το ιατρικό κέντρο την πήγε για έλεγχο. Η Χαρά επικοινωνούσε μαζί τους κάθε μέρα και άλλες τόσες με τη Στεφανία όπως κατάλαβε. Την τελευταία μέρα την πήγε ακόμα μια φορά στο τάφο του ζεύγους και η Λενιώ είδε με έκπληξη το καντήλι αναμμένο και το ξύλινο περβάζι ολοκαίνουργιο.
-Μη μου στεναχωριέστε πια κυρία Λενιώ, όλα τα τακτοποίησα με κάποιο από εδώ το χωριό. Η κυρία Χαρά μου έδωσε το ελεύθερο να το κάνω , από εδώ και πέρα τουλάχιστον για 2 χρόνια που πλήρωσα το καντήλι και ο τάφος θα είναι όπως ακριβώς τώρα.
Το απόγευμα πετούσαν για Αθήνα και εκεί τους περίμενε η Χαρά με μία αγκαλιά ορθάνοιχτη και τόσο σφιχτή που δεν μπορούσε η  Λενιώ να αναπνεύσει. Σε όλη τη διαδρομή τους έκανε αμέτρητες ερωτήσεις και ευτυχώς για τη Λενιώ υπήρχε η Στεφανία πάντα πρόθυμη να απαντήσει.
 Η κοπέλα  εγκαταστάθηκα στο διπλανό της δωμάτιο και οι ημέρες της ηλικιωμένης πια γυναίκας έγιναν διαφορετικές αφού δεν την άφηνε στιγμή μόνη.
Η Χαρά είχε ανεβάσει τη δουλειά σε μία κερδοφόρα επιχείρηση, το όνομα των σκευασμάτων τους έγινε γνωστό και τα οικονομικά τους έγιναν πλέον άνετα  που την επέτρεπαν να έχει βοήθεια στο σπίτι και στη δουλειά της. Είχε προσλάβει κάποια άτομα στη συσκευασία και τη γραμματεία και εκείνη ανέλαβε το τομέα της σύνθεσης και  ελέγχου . Ξαφνικά κάποια μέρα ήρθε ένα μέιλ στον υπολογιστή της που της άνοιξε άλλους ορίζοντες και άλλες απροσδόκητες φάσεις στη ζωή της. Η μοίρα είναι λένε είναι  ένα μονοπάτι που δεν μπορείς να ξεφύγεις, όσα μικρά δρομάκια και να πάρεις για να βγεις από αυτή πάλι σε γυρνούν πίσω στο δρόμο που χαράχτηκε για σένα.
Κρατώντας το τυπωμένο μήνυμα στο χέρι της το βραδάκι γυρίζοντας από τη δουλειά όρμησε στο δωμάτιο της Λενιώς  γεμάτη ενθουσιασμό σχεδόν παιδιάστικο.
-Μανούλα μου το φαντάζεσαι; Μία τεράστια δύναμη στο κόσμο των καλλυντικό ενδιαφέρθηκε για μας, για τα δικά μας προσόντα. Μου ζητούν να πάω στο πρόεδρο της εταιρία  για να συζητήσουμε :
« Πιθανές συνθήκες συνεργασίας που σας φελούν..» γράφει!!!!!
-Ότι είναι για καλό σου κορίτσι μου απλά να προσέχεις, είσαι νέα, άξια, έξυπνη μα και είσαι και τόσο καλή που δεν βλέπεις τις προθέσεις των άλλων.
-Κοίτα ποια μιλάει τώρα.., απάντησε γελώντας η Χαρά, μη στεναχωριέσαι δεν είμαι τόσο αφελής πια στις δουλειές, τόσο καιρό παλεύω με επιχειρηματίες που όταν με πλησιάζουν ελπίζουν ότι θα με πιάσουν κορόιδο!
-Μακάρι παιδί μου, μακάρι..
………………………………………………………………………………….....
Η Χαρά είχε πράγματι μπει το τελευταίο καιρό στο πνεύμα των επιχειρήσεων. Πάλεψε αυτό το χρόνο να φτιάξει  αυτή τη μικρή βιοτεχνία και απέκτησε έτσι με παθήματα και ..μαθήματα  μία θωράκιση στον εαυτό της απέναντι σε όλα. Οι βάσεις που της έδωσε η Λενιώ μπήκαν θεμέλιο στη ψυχή της μα όλα τα άλλα τα πέτυχε με σκληρή δουλειά και όνειρα που την πλημμύριζαν και την έκαμναν να βλέπει μπροστά και μόνο μπροστά. Ναι.. το παραδεχόταν , ήταν γεμάτη φιλοδοξίες και όνειρα   και συγχρόνως στα 24 της χρόνια ήταν περήφανη για όσα κατάφερε. Βέβαια ήταν ευγνώμων στη Λενιώ, στη μάνα Λενιώ , καμία αποκάλυψη δεν θα μπορούσε να αλλάξει αυτό που ένοιωθε για εκείνη. Την θυμάται πάντα γλυκιά και σταθερή δίπλα της , να ξαγρυπνάει, να μοχθεί για το καλό της.  Η αποκάλυψη της Μαίρης ότι η πραγματική μητέρα της την εγκατέλειψε χωρίς καν να θελήσει να την κρατήσει έστω και μία μοναδική φορά στην αγκαλιά της την έκανε να βάλει ταφόπετρα  σ’ αυτό το θέμα. Ίσως ζούσε κάπου ανέμελα τη ζωή της , ίσως εκείνη τη μέρα που την εγκατέλειψε δεν υπήρχε καν στη μνήμη της. Της ήταν αδιάφορο και κράτησε μέσα της μόνο την απέραντη αγάπη σε αυτήν που πήρε τη θέση της αγόγγυστα αλλάζοντας τη δική της ζωή . Η Λενιώ ήταν η μάνα της.. τελεία και παύλα!
 Ο έρωτας δεν είχε έρθει ακόμα μέσα της, συντρόφους απέκτησε.. έρωτα όμως.. αυτό που σε κάνει να έχεις πάντα τη σκέψη κάποιου  στο μυαλό σου.. όχι.. δεν είχε έρθει ακόμη. Τα βράδια όταν γύριζε σπίτι και ξάπλωνε στο κρεβάτι της σκεφτόταν ότι θα ήθελε μία αγκαλιά να βυθιστεί μέσα της όχι για να της κάνει έρωτα αλλά για να εναποθέσει επάνω της  όλα όσα ήθελε να πει . Τον έρωτα τον φανταζόταν σαν κάτι μαγικό, μοναδικό , κάτι που θα κάλυπτε το κάθε κενό που ένιωθε ότι είχε ση ζωή της. Δεν του έδινε χρώμα και μορφή , του έδινε μόνο δυνάμεις παραμυθένιες, ο λευκός της πρίγκιπας, ο Τριστάνδος  , ο Ρωμαίος της. Κατέληγε να γελάει με τις σκέψεις της και στο τέλος έλεγε στον εαυτό της:
- Χαρά σε βλέπω στο ράφι, με τις κρέμες και τα ματζούνια σου!. Η Λενιώ δεν μπορούσε να καλύψει το κενό αυτό που είχα, ήταν μεγάλη πια και ίσως  δεν θα τα καταλάβαινε τις σκέψεις της άλλωστε δεν θα ήθελε για τίποτε στο κόσμο να την προβληματίσει.


Τετάρτη 10 Ιουνίου 2015

35 συνεχεία


Η Χαρά τελείωσε τη σχολή της με άριστα, όλο εκείνο το διάστημα μελετούσε και πειραματιζόταν συγχρόνως στις κρέμες που δούλευε  η Λενιώ. Συμπλήρωσε τα όσα έγραφαν οι «συνταγές της» με τις δικές της σύγχρονες επιστημονικές γνώσεις . Κατάλαβε ότι αυτή η δουλειά ήταν θαρρείς μέσα στο αίμα της, την αγάπησε,  την πάθιασε . Έπεσε λοιπόν με όλη τη νεανική δημιουργική της διάθεση να κάνει τη μικρή οικοτεχνική δουλίτσα της μάνας της το όνειρο το δικό της για κάτι μεγάλο. Η Χαρά είχε ότι έλειπε από τη Λενιώ, το πείσμα και το τόλμημα να παλέψει με ρίσκο για να χτίσει το αύριο .
 Με το δίπλωμα που πήρε έδωσε στη μικρή τους επιχείρηση την ασφάλεια ενός επίσημου εργαστηρίου καλλυντικών. Η Λενιώ μεγάλη πια αφέθηκε με καμάρι στους ώμους της . Ο θάνατος της Μαίρης ακόμα την πονούσε, της έλειπε ιδιαίτερα τις ώρες της μοναξιάς της. Καμία γνωριμία από τη δουλειά της δεν μπόρεσε να γίνει η φίλη που της έλειπε. Άρχισε να τραβιέται πια από τη δουλειά της, οι επισκέψεις της στην εκκλησία έγιναν περισσότερες , η προσευχή της για τη Χαρά της μόνο και το μόνο που ήθελε πια ήταν να την δει με κάποιον νέο δίπλα της , ένα σύντροφο που θα της άξιζε κα θα της γέμιζε τη ζωή.
 Η Χαρά της γνώρισε κάποια στιγμή ένα νεαρό που φαινόταν ότι ήταν πραγματικά πολύ ερωτευμένος μαζί της μα η δική της ματιά δεν είχε το φως του έρωτα που έπρεπε . Πάντα διακριτική η Λενιώ απλά την συμβούλευε δειλά να προσέχει και έπαιρνε από τη κόρη της μία σφιχτή αγκαλιά και το ανοιχτόκαρδο γέλιο της που αντηχούσε δυνατά στο δωμάτιο.
 Λίγο καιρό μετά τη θέση του την πήρε ένας νεαρός πελάτης τους, τότε πια η Λενιώ ήταν σίγουρη ότι είχε βρει το κατάλληλο για γαμπρό της. Έβγαιναν μαζί σε διάφορες εκδηλώσεις, για φαγητό , για χορό, την συνόδευε σε σεμινάρια στο εξωτερικό. Αυτό ήταν σκέφτηκε η Λενιώ, θα την καταφέρει να σκεφτεί κάτι το ..μόνιμο. Γρήγορα η Χαρά τον απομάκρυνε με λεπτό τρόπο λέγοντας του ότι δεν ήταν έτοιμη ακόμη για οικογένεια και η ελπίδες της Λενιώς έσβησαν .
Τα βράδια προσευχόταν να βρει το κορίτσι της εκείνον τον έναν  που θα την έκανε να λάμπει , να ξεχειλίζει από ευτυχία , να τον έχει στήριγμα στη ζωή της όταν εκείνη θα έφευγε. Η Λενιώ  κόντευε τα 80 , αν και η εμφάνιση της ξεγελούσε μέσα της αισθανόταν κάτι σαν προμήνυμα ότι έφθανε η ώρα που η Χαρά της θα έπρεπε να σταθεί μόνη της .
Ένα βράδυ ξύπνησε ιδρωμένη και με έντονο πόνο στο στέρνο της. Το όνειρο της βραδιάς της έδωσε το σπρώξιμο που ήθελε για κάτι που σχεδίαζε καιρό μα δεν τολμούσε να πει στη κόρη της. Ήτανε λέει καθισμένη στην αυλή του σπιτιού της στη Κρήτη, εκεί που αποχαιρέτησε τον παππά Μανώλη και την μάνα Ιουλία. Τους ένοιωσε δίπλα της , γύρισε το βλέμμα της και τους είδε εκεί..στη πόρτα τη ξύλινη δίπλα στο αγιόκλημα που την αγκάλιαζε. Όρθιος ο ψηλός κρητικός με μπλε σκούρο ξεθωριασμένο ράσο που φορούσε μέσα στο σπίτι αγκάλιαζε από τους ώμους τη παπαδιά του και της χαμογελούσαν και οι δύο. Έκανε να σηκωθεί μα τα πόδια της θαρρείς δεν ξεκολλούσαν από το χώμα. Τους άπλωσε το χέρι..
- Μάνα..πατέρα μου..ψιθύρισε..μα τους είδε να χάνονται μέσα στο φως που υπήρχε πίσω τους και μόνο το χαμόγελο της κυρία Ιουλίας της μηνούσε ότι θα τους έβλεπε πάλι.
Το πρωί λίγο πριν φύγει η Χαρά για τη δουλειά της μίλησε:
-Χαρά μου είναι καιρός που θέλω να σου πω , να σου ζητήσω κάτι.
Η κοπέλα σταμάτησε την αγκάλιασε και την ρώτησε περιπαικτικά:
-Λέγε μάνα τι τρελλίτσες θέλεις να κάνεις και δεν το τολμάς.
-Θέλω να πάω στη Κρήτη, να προσκυνήσω το τάφο των γονιών που με αγκάλιασαν, που μου στάθηκαν σαν να ήμουν δικό τους αίμα.
-Τι λες μανούλα μου ; Είναι μεγάλο ταξίδι κι εσύ είσαι λίγο..μεγαλούτσικη για τέτοια . Ξέρω ότι έπεσα με τα μούτρα στη δουλειά και σε εγκατέλειψα λιγάκι μα..θα βρω χρόνο, ίσως ένα ΣΚ να πάρουμε το αεροπλάνο να πάμε μαζί να δω κι εγώ όσα μου διηγήθηκες.
-Παιδί μου το θέλω πολύ, σε παρακαλώ..μπορώ .. το έχω πίστεψε με  ανάγκη..πρέπει να πάω.
Η επιμονή της και το πείσμα που ίσως για πρώτη φορά είδε στα μάτια της λύγισαν την αντίσταση της  Χαράς. Προβληματισμένη βέβαια της ζήτησε να οργανώσει εκείνη το ταξίδι αυτό.
-Θα πας όμως αεροπορικώς και θα σε περιμένει εκεί αυτοκίνητο νοικιασμένο με οδηγό να σε συνοδεύει. Τώρα που το σκέπτομαι ξέρω ένα γραφείο που διαθέτει συνοδεία για παιδιά και..μεγάλα παιδιά σαν κι εσένα. Μόνο έτσι..αλλιώς ..σπίτι κυρία μου!!!!!
Χαμογέλασε η Λενιώ και ένοιωσε μία χαρά μέσα της που είχε χρόνια να αισθανθεί.
-Εντάξει παιδί μου , σ’ ευχαριστώ που με προσέχεις..
-Εγώ σ’ ευχαριστώ ..μάνα.. για όλα..για πολλά , σ’ αγαπώ να το ξέρεις ,σ’ αγαπώ όσο δεν φαντάζεσαι.
Δάκρυσε η Λενιώ μα έπνιξε το λυγμό της μέσα της μαζί με το μυστικό της που τώρα τελευταία γέμιζε τις σκέψεις της και την ανάγκη κάποια στιγμή να απαλλαγεί από το βάρος του.
Ήταν λίγες ώρες πριν φύγει για τη Κρήτη, η Χαρά της είχε βρει μία συνοδό που την συμπάθησε από τη πρώτη στιγμή που την είδε. Έφερε τα μικρή βαλίτσα της στη πόρτα και ένα δικό της σακ βουαγιάζ και της είπε με ευγενικό τρόπο:
-Κυρία Λενιώ θα σας περιμένω στο αυτοκίνητο κάτω , σε μία ώρα πρέπει να ήμαστε στο αεροδρόμιο.
Η Χαρά την αγκάλιασε σφικτά, τόσο  σφιχτά που της έκοψε την ανάσα.
-Γιατί δεν θέλεις μαμά να έρθω μαζί σου στο αεροδρόμιο, της είπε με παράπονο.
-Όχι παιδί μου, δεν μου αρέσουν αυτά, με μελαγχολούν . ‘Άλλωστε είναι πέντε μόνο , ούτε θα το καταλάβεις με τις δουλειές που έχεις. Αν ζούσε η Μαίρη θα πήγαινα μαζί της για διακοπές εκεί, δύο γριές μαζί !!!
-Εσύ γριά; Όχι μανούλα μου εσύ είσαι πάντα για μένα κοριτσάκι, απλά θα μου λείψεις, ειλικρινά σου λέω, θα μου λείψεις.
-Πριν φύγω θέλω να σου δώσω κάτι..σε λίγες μέρες είναι τα γενέθλια σου και θέλω να το φοράς εκείνη τη μέρα.
-Μα τι λες , τα γενέθλια μου είναι σε 15 μέρες, θα είσαι εδώ.. τι μου λες τώρα, θα μου το δώσεις το δωράκι τότε.
Η Λενιώ έβγαλε από τη τσάντα της το βελούδινο σακουλάκι που είχε ράψει μόνη της ..τότε...πριν 24 χρόνια …τα βράδια που τραγουδούσε νανουρίσματα το μικρό άγγελο της. Έλυσε το κορδελάκι του και έβγαλε από μέσα το υπέροχο βραχιόλι που άπειρες φορές είχε παίξει στα δάχτυλα της λες και ζητούσε να της διηγηθεί ιστορίες.
 Ο χρυσός δράκος λεπτός , σκαλισμένος περίτεχνα, πλεγμένος με λευκόχρυσο και με στολίδι διαμαντένια μάτια αγκαλιασμένα από όνυχα. Γλίστρησε στο λεπτό χέρι της Χαράς λες και βρήκε το νόμιμο κάτοχο του , κλείδωσε και σαν ζωντανό πλάσμα αγκάλιασε μαγικά το καρπό της.
 Η Χαρά άφωνη θαύμασε το πανέμορφο κόσμημα και μέσα της ένοιωσε κάτι σαν να της σημάδευε τη καρδιά και τη μελλοντική ζωή της. Το χάιδεψε και αισθάνθηκε λες και της μιλούσε και της ορκιζόταν δύναμη και …κάτι άγνωστο… κάτι που την φόβιζε και συγχρόνως την έλκυε μαγικά.
-Μανούλα μου, αυτό είναι πανάκριβο, το βλέπω, το νοιώθω, είναι παλιό όμως..δικό σου; Το αγόρασες;
-Τι χρειάζονται οι ερωτήσεις γλυκιά μου, είναι δικό σου, πραγματικά δικό σου .Άσε με να φύγω τώρα και όταν με το καλό γυρίσω θα γιορτάσουμε μαζί και θα πούμε πολλά ..θα ανοίξουμε τις ψυχές μας..
Έφυγε από την αγκαλιά της , άπλωσε το χέρι και της έσιαξε το τσουλούφι που από μικρή όπως θυμόταν έπεφτε στο μέτωπο της. Την τράβηξε απαλά να χαμηλώσει και την φίλησε στο μέτωπο τρυφερά.
-Να έχεις την ευχή μου παιδί μου, σε ότι κάνεις , σε ότι προσπαθείς να νικήσεις και  να ξεπεράσεις. Φοβάμαι για σένα παιδί μου, σε έκανα δυνατή μα σε έκανα και ευαίσθητη… λάθος για τη ζωή αυτό όπως μου έλεγε η Μαίρη τότε.
Έκλεισε η πόρτα πίσω της παίρνοντας τη γλυκιά μορφή μαζί της ενώ από την άλλη πλευρά της πόρτας η Χαρά ένοιωσε για πρώτη φορά μετά από χρόνια  λες και έφευγε το πάτωμα από τα πόδα της. Κάτι την έσπρωχνε να κατέβει τα σκαλιά και να φέρει πίσω τη Λενιώ μα η λογική την κρατούσε ακίνητη ψιθυρίζοντας της ότι οι 5 μέρες περνούν γρήγορα.
Η Λενιώ ανακουφισμένη από τις αποφάσεις που είχε πάρει μπήκε στο ταξί με τη βοήθεια της Στεφανίας, έτσι έλεγαν το γλυκό κορίτσι που θα την συνόδευε. Η Χαρά μάλιστα της «πέταξε» δειλά ότι αν της άρεζε η παρέα της θα ήταν μόνιμα πια κοντά τους να της κάνει παρέα όσο αυτή χάνονταν στο εργαστήρι καλλυντικών της.
Στο αεροπλάνο απόλαυσε με χαρά το σύντομο ταξίδι της και σχεδόν απορροφήθηκε από όσα φλυαρούσε δίπλα της η Στεφανία.  Όταν έφθασαν τους περίμενε αυτοκίνητο νοικιασμένο και με έκπληξη είδε ότι θα το οδηγούσε εκείνη . Κάθισε στο διπλανό κάθισμα, την άφησε να της περάσει τη ζώνη και μισογέλασε βλέποντας την να ανοίγει το χάρτη για να δει τη διαδρομή .
-Έτοιμες κυρία Λενιώ μου, ξεκινάμε , ας κάνουμε το σταυρό μας!
 Η Λενιώ ευτυχισμένη σχεδόν θα δήλωνε απόλαυσε από εκείνη τη στιγμή τη διαδρομή όπως τότε..τότε που ήρθε με το δίπλωμα στο χέρι να γνωρίσει το σπίτι του παπά Μανώλη και της μάνας Ιουλίας.
Έφθασαν αργά το απογευματάκι, ημέρα ακόμη με τον ήλιο να λάμπει δυνατά και τη μυρωδιά της ρίγανης και του δίκταμου στη μύτη τους .Ο δικηγόρος της είχε εδώ και λίγα χρόνια στείλει το κλειδί του σπιτιού.  Η γειτόνισσα που το φρόντιζε είχε πεθάνει και η οικογένεια του παπά που το νοίκιαζε τον είχε ακολουθήσει σε άλλο νησί.
Μέτρησε τα χρόνια μέσα της , σχεδόν 50 χρόνια ..ίσως και περισσότερο δεν θυμόταν πια. Ήρθε όταν έθαψε τους αγαπημένους της θετούς γονείς..σαν χθες της φαινόταν όμως! Σαν χθες ήταν που έχασε το μωρό..Σαν χθες που τα μάζεψε και έφυγε στο χωριό της μάνας της . Σαν χθες που της χτύπησε τη πόρτα η Ελπίδα, που της άφησε  το μωρό στα χέρια της, που ξανάρχισε τη ζωή της στην Αθήνα , που την μεγάλωσε, που την φίλησε στο δίπλωμα της!
Μία ανάσα η ζωή σκέφτηκε, ένα φυλλομέτρημα βιβλίου , εικόνες και αναμνήσεις, δοκιμασίες και κατακτήσεις. Το ποτήρι γεμάτο από το κρασί της, κάθε γουλιά άλλη γεύση και στο τέρμα ..άδειο μα γεμάτη η γεύση στο στόμα μας. 
Άνοιξε τη ξύλινη πόρτα του κήπου, το σπίτι της φάνηκε ακόμα πιο μικρό από τότε που το είδε. Το αγιόκλημα είχε ξεραθεί, οι γλάστρες άδειες, τα περβάζια των παραθύρων γεμάτα φύλλα και σκόνη. Μία αράχνη φάνηκε ενοχλημένη από τον..εισβολέα, μία γατούλα την κοίταξε παραξενεμένη από το τοιχάκι δίπλα.
Η Στεφανία την ξάφνιασε με τη διακριτική στάση της, προχωρούσε πίσω  της σε μία απόσταση κρατώντας τις δύο βαλίτσες χωρίς να την ρωτάει κάτι αφήνοντας την να χαρεί τις στιγμές .  Έβαλε το κλειδί στη πόρτα και το γύρισε με συγκίνηση. Ένοιωσε τη παρουσία των αγαπημένων της μορφών, η σκόνη και οι αράχνες δεν σκίαζαν τη συγκίνηση της. Προχώρησε κάποια βήματα και ξανάζησε αναμνήσεις από το άλλο σπίτι στο χωριό, τότε που ξεκινούσε τη ζωή της από την αρχή κάνοντας μία άλλη..αρχή. Μόνο που τότε είχε την ηλικία της κόρης της ενώ τώρα βάδιζε στο γέρμα της ζωής της.
-Μην ανησυχείτε κυρία Λενιώ , ακούστηκε η Στεφανία, θα τα φτιάξω όλα στα γρήγορα, εσείς ξεκουραστείτε, καθίστε αν θέλετε στο αυτοκίνητο μέχρι να καθαρίσω μία γωνιά για το βράδυ. Το σπίτι είναι εντάξει απλά ήταν κλειστό και έχει αράχνες.
Πράγματι το σπίτι ήταν βέβαια παλιό και σκονισμένο όμως όλα ήταν σκεπασμένα με σεντόνια και στη θέση τους. Η Λενιώ δεν είχε δύναμη να αντισταθεί, δέχθηκε με ανακούφιση τη δυναμική παρουσία του κοριτσιού και σκέφτηκε ότι κάποτε στο χωριό της εκείνη είχε αντιμετωπίσει ένα χαλασμένο, διαλυμένο  σπίτι με μία αποφασιστική τέτοια διάθεση.
Βγήκε και κάθισε στο πέτρινο κάθισμα δίπλα στη πόρτα, ο ήλιος έδυε σε λίγο και ο ουρανός έπαιρνε τα χρώματα του σε κοκκινόχρυσες αποχρώσεις. Από μέσα ακουγόντουσαν οι θόρυβοι που έκαμνε η Στεφανία και χαμογέλασε καθώς την ήρθε το άκουσμα ενός τραγουδιού από τα χείλη της. Αυτό το κορίτσι της θύμιζε τον εαυτό της, νέα, την συμπάθησε αμέσως και..ναι..θα έλεγε στη Χαρά ότι θα την ήθελε δίπλα της παρέα και βοήθεια.
Ο ήλιος χαμήλωσε στη θάλασσα που φαινόταν τόσο μακρινή από εδώ επάνω, αυτό το νησί το αγάπησε από τις διηγήσεις του παπά Μανώλη. Το έκανε δικό της από τα όσα της διηγιόταν η μαμά Ιουλία , από όσα ανακάλυψε η ίδια στη γη και τον αέρα του όταν το γνώρισε από κοντά. Στη μύτη της η μυρωδιά από τα ξεροτήγανα, στο στόμα της το μελωμένο ανθότυρο και η τσικουδιά που την κερνούσαν τότε την έκαιγε το λαιμό και της ζάλιζε τις αντιστάσεις.
 Της φάνηκε ότι είδε το ζευγάρι να κάθεται όρθιο δίπλα στην άκρη του τοίχου που χώριζε το κήπο από το δρομάκι. Λες και η κυρία Ιουλία κρατούσε στο πιάτο τα καθαρισμένα φραγκόσυκα που της έκοβε από το φράκτη, ενώ ο παπά Μανώλης έκοβε το ζυμωτό ψωμί με το σουγιαδακι που είχε πάντα στη τσέπη της.
-Πάντα θα σας ευγνωμονώ ψιθύρισε δακρυσμένη..γέρασα μα ποτέ δεν ξέχασα τι σας όφειλα, μου αλλάξατε τη ζωή μου όλη.
Η δυνατή πρόσχαρη φωνή της Στεφανίας τη συνέφερε:
-Έτοιμο το δωμάτιο κυρία Λενιώ , ελάτε να ξεκουραστείτε κι εγώ θα φτιάξω με όσα αγόρασα πριν ξεκινήσουμε κάτι πρόχειρο και δυστυχώς κρύο να τσιμπήσουμε .Έχετε και τα φάρμακα σας να πάρετε.
Της έγνευσε η Λενιώ με ευγνωμοσύνη και την ακολούθησε μέσα στο σπίτι. Είδε με θαυμασμό όσα έκανε τόσο γρήγορα και ..ναι..αυτό το κορίτσι της έμοιαζε ..Πιάσανε τη συζήτηση όσο τρώγανε την όμορφη σαλάτα, το τυρί και τα κρητικά παξιμάδια μέσα της. Θα είχε πολλά να πει μαζί της σίγουρα σκέφτηκε και η γαλήνη του αύριο βασίλεψε μέσα της όπως ο ήλιος.
Ο ύπνος την πήρε στην αγκαλιά της ενώ το φως του φεγγαριού την οδηγούσε σε άλλα μονοπάτια ονειρικά .Εκεί στη γωνιά του δωματίου ένα ζευγάρι αγκαλιασμένο την κοίταζε με αγάπη και χαμόγελο , ένα χέρι την ευλόγησε και μία ανάσα θεϊκή την προστάτεψε σαν αγκαλιά γύρω της.