Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

24η συνέχεια.


Την επόμενη εβδομάδα άφησε την Ελπίδα να ζήσει την ελευθερία και τον υποτιθέμενο όπως πίστευε ο ίδιος  ρομαντικό της έρωτα χωρίς να ενοχλήσει, ούτε καν να δώσει το παρόν. Έμαθε για τις προσπάθειες της να πάρει λεφτά από τη τράπεζα από το διευθυντή και φρόντισε να τον πληροφορήσει ότι φοβόταν μήπως η μικρή έμπλεξε κάπου..Είδε με γελάκι τη προσπάθεια της να πιάσει δουλειά στη κοντινή της καφετέρια και έτριξε τα δόντια από οργή όταν έμαθε ότι την περίμενε πάντα ο Πάνος τα βράδια..Σκέφτηκε ότι έπρεπε να δράσει, να φανερώσει τη μεγαλοψυχία του και την αγάπη του γι’ αυτήν. Ένοιωθε ότι μέσα της η εικόνα του ήταν πάντα μία εικόνα ασφάλειας και θα το εκμεταλλευόταν αυτό όσο μπορούσε.
………………………………………………………………………………………………………….
-Όταν άκουσα τη φωνή του Αντώνη στο κινητό μου δεν μπορώ να πω ότι δεν χάρηκα..μου έλειψε..καλώς ή κακώς… μου έλειψε και με ανεξήγητο τρόπο ξέχασα όσα με ενόχλησαν σ’ αυτόν. Με απασχολούσε το τι θα έκανα από εδώ και πέρα, η δουλειά που είχα δεν με κάλυπτε ούτε χρηματικά ούτε ψυχικά. Ήθελα τόσα να κάνω..είχα τόσα όνειρα..τόση λαχτάρα να καταφέρω πολλά..να ζήσω..να δημιουργήσω..Έτσι δέχθηκα αμέσως τη πρόταση του να βγούμε το βράδυ να συζητήσουμε το τι μπορούσε να κάνει. Στο βάθος ήταν για μένα η ..οικογένεια μου εδώ και χρόνια.
-Καλύτερα βραδάκι μου είπε..τα πρωινά καίγομαι από δουλειά, έχω και από εβδομάδα ταξίδι στο εξωτερικό με τη θεία σου. Της το υποσχέθηκα να έρθει μαζί μου, τη ξέρεις τώρα, εκείνη ψώνια κι εγώ εργασία. Μου έλειψες μικρή, μου λείπεις κάθε μέρα!
- Ένοιωσα μία τρυφερότητα ακόμη γι’ αυτόν , διαφορετική βέβαια από αυτή που αισθανόμουν για τον Πάνο. Ένοιωθα κάτι σαν..σαν..ασφάλεια..σαν δεν ξέρω πώς να σου το περιγράψω..σαν η αγκαλιά της..οικογένειας. Σαν μαγνήτης με κρατούσε αυτός ο δεσμός κοντά του , κάτι σαν την έλξη του φεγγαριού που σε κάνει να βλέπεις μόνο το φως του και να ξεχνάς ότι είναι απλά ένας βράχος ξηρός και άγονος. Εκείνο το βλέμμα του που με έκαμνε να νοιώθω τόσο μικρή και συγχρόνως τόσο σημαντική δεν μπορούσα ακόμη να το αγνοήσω..
Για κάποιο ανεξήγητο ίσως για όλους λόγο έκανα ακόμα ένα σφάλμα! Εκείνο το απόγευμα όταν τελείωσα από τη δουλειά, δεν είπα στο Πάνο για τη συνάντηση αυτή όπως θα γινόταν ,απλά του είπα ότι θα πήγαινα στη θεία μου για βραδινό και έσκυψα το κεφάλι να μη δει τα μάτια μου..
Με αγκάλιασε τρυφερά όπως πάντα και μου είπε :
-Αύριο δίνω μάθημα Ελπιδάκι μου, έτσι κι αλλιώς δεν θα βγαίναμε, για λίγες μέρες θα στριμωχτούμε στις συναντήσεις μας. Ήθελα σήμερα να πάμε κάπου μόνοι μας μα δεν πειράζει, έχουμε χρόνο μπροστά μας..χρόνια δηλαδή. Θα μου λείπεις όμως πρέπει να το περάσω οπωσδήποτε, η μάνα μου άρχισε τη μουρμούρα. Μου έχεις γίνει απαραίτητη ξέρεις, πιστεύω να το νοιώθεις.. Σ’αγαπώ Ελπίδα, νομίζω ότι σε ερωτεύτηκα από τότε που σε είδα να χοροπηδάς στο μπαλκόνι σου και να χαμογελάς στο..άπειρο! Είσαι μέρος από τις σκέψεις μου κάθε στιγμή. Έτσι πώς να γράψω μάθημα;
Με αγκάλιασε και ένοιωσα στο λαιμό μου εκείνο το μοναδικό τρυφερό τρόπο που με φιλούσε, κάτι σαν να παίρνεις στο χέρι σου μία πανάκριβη πορσελάνη και προσέχεις μη σου σπάσει..
-Έχουμε καιρό Πάνο μου ..έχουμε πολλά να κάνουμε μαζί , δεν ξέρω πως είναι ο έρωτας όμως μαζί σου είμαι χαρούμενη, χωρίς έννοιες είμαι ευτυχισμένη ..
-Είναι ο έρωτας μωρό μου, είναι ο έρωτας… Καληνύχτα μικρή μου, θα γίνω σημαντικός μια μέρα στη ζωή για σένα μόνο! Θέλω τόσα να ζήσω μαζί σου, θέλω..θέλω να σου δείξω το πόσο δική μου επιθυμώ να σε κάνω όμως..Κοίτα με Ελπίδα, θέλω ο έρωτας να είναι συνειδητός για μας τους δυο, να το θέλεις όχι μόνο με τη ψυχή και το σώμα μα και με το μυαλό και την επίγνωση της στιγμής. Θέλω το δέσιμο μας να είναι για πάντα..για μια ζωή..γιατί όπως σου είπα..σ’ αγαπώ..και λέω τη λέξη με όλη της την έννοια. Όταν θα αισθανθείς έτοιμη για το δέσιμο αυτό θα το νοιώσω ..όπως θα το νοιώσεις κι εσύ.
Μου έδωσε ένα ελαφρό σπρώξιμο στ πόρτα γελώντας και το βλέμμα του με παρακολούθησε σαν χάδι. Ανέβηκα τρεχάτη τις σκάλες και βγήκα στο μπαλκόνι, ήξερα ότι περίμενε όπως πάντα να τον χαιρετήσω από ψηλά, όπως όταν με γνώρισε..
Αν είχα τη δύναμη να δω το μέλλον εκείνο το βράδυ δεν θα τον άφηνα ποτέ να φύγει, θα κρεμόμουν από πάνω του και θα γινόμουν σκιά της ύπαρξης του..
Κοίταξα το ρολόι μου, κόντευε 8, στις 9 θα περνούσε ο Αντώνης να με πάρει..Άνοιξα τη ντουλάπα μου και διάλεξα κάτι από αυτά που του άρεζαν να φοράω, που μου είχε αυτός αγοράσει δηλαδή. Ένοιωσα ένα ενθουσιασμό, όπως τότε που ερχόταν και με έπαιρνε από ο σχολείο και με πήγαινε σε ακριβά ρεστοράν κάνοντας μου όπως έλεγε μάθημα να νοιώθω την απόλαυση του ακριβού και να την απολαμβάνω.
Ήρθε και με πήρε στις 9 και το αυτοκίνητο μοσχοβολούσε το άρωμα του και το γέμιζε η παρουσία του θαρρείς αρχηγική και εξουσιαστική τόσο όσο να σε κάνει να παγώσεις και να σταθείς πιόνι στη σκακιέρα του Βασιλιά.
Οδηγούσε σιωπηλός και τόλμησα να διακόψω τη σιωπή που επικρατούσε.
-Που πάμε από εδώ;
Με κοίταξε μ’ εκείνο το μισογελαστό του βλέμμα και μου είπε λιγάκι κουρασμένα.
-Σε πειράζει να πάμε κάπου που με χαλαρώνει; Είμαι πραγματικά πολύ κουρασμένος και θέλω κουβεντούλα και χαλάρωση για να φύγουν από πάνω μου όσα άφησα πίσω μου με τους συνεργάτες μου. Μη φοβάσαι όμως θα σε πάω κάπου τόσο όμορφα που θα το νοιώσεις κι εσύ σαν καταφύγιο.
Φθάσαμε στη μαρίνα και κατάλαβα ότι θα πηγαίναμε στο σκάφος που ήξερα ότι είχε μα που ποτέ δεν είχα δει. Νοιώθω ακόμα την ανατριχίλα που με αγκάλιασε..προμήνυμα των όσων θα επακολουθούσαν
Η Ελπίδα σφίχτηκε στην αγκαλιά της Λένας και έκλεισε τα μάτια της με τη παλάμη της. Η Λενιώ της χάιδεψε τα μαλλιά και της είπε :
-Δεν χρειάζεται να μου πεις..καταλαβαίνω, μαντεύω..μη γεμίζεις ξανά το μυαλό σου και τη καρδιά σου με δυσάρεστες αναμνήσεις. Δεν σε ρώτησα, δεν με ενδιαφέρει γλυκιά μου..δεν θέλω να σε υποβάλω ξανά στην εικόνα  εκείνης της νύχτας.
-Φταίω..φταίω..αυτό δεν μπορώ να συγχωρέσω , αυτό με πλακώνει κάθε νύχτα που το φέρνω στο μυαλό μου.  Αν δεν πήγαινα; Αν δεν ένοιωθα για εκείνον αυτό το λανθασμένο θαυμασμό; Αν το έλεγα στο Πάνο ίσως να με συμβούλευε.. Αν δεν έπινα τη σαμπάνια..αν δεν απολάμβανα την άνεση του καναπέ..αν δεν με μάγευε η παρουσία του..αν..αν..Πίστεψε με ..σου ορκίζομαι , δεν κατάλαβα πως πέρασε η ώρα, πως με πήρε στην αγκαλιά του , πως δεν πάλεψα λιγάκι περισσότερο, πως με έγδυσε στη ζάλη μου ..Φώναζα και η φωνή μου δεν ακουγόταν, το χτυπούσα και οι γροθιές μου δεν τον άγγιζαν..Θυμάμαι μόνο όταν σηκώθηκε απότομα και γυρίζοντας μου τη πλάτη ήπιε το ποτό του και έσπασε το ποτήρι στο τοίχο.
-Συγνώμη… συγνώμη..νόμιζα ότι με το μικρό οι σχέσεις σας είχαν προχωρήσει..ότι δεν ήμουν ο πρώτος..νόμιζα..συγνώμη..
Δεν θυμάμαι πως έφυγα ζαλισμένη .Τον είδα με το αυτοκίνητο του να τρέχει πίσω μου, με πλησίασε και μου άνοιξε τη πόρτα κάνοντας μου νόημα να μπω. Έτρεξα ακόμα πιο μακριά, έκλαιγα νομίζω..δεν θυμάμαι..είδα ένα ταξί..του έκανα νόημα..μπήκα μέσα σαν τρελή. Ο ταξιτζής με κοίταξε από το καθρεπτάκι του με ανησυχία:
-Σου συμβαίνει κάτι μικρή μου; Θέλεις να σε πάω σε κλινική ή στην αστυνομία; Μπορώ να βοηθήσω παιδί μου;
Κούνησα αρνητικά το κεφάλι μου και του μουρμούρισα τη διεύθυνση μου, έτρεμα, είχα ρίγος, κρύωνα φοβερά .
Μπήκα στο σπίτι μου και χώθηκα στο μπάνιο, το είχα δει σε ταινίες, ίσως βοηθούσε να φύγει από πάνω μου η βρωμιά, η ενοχή, τα αίματα και η οργή μου. Εκεί κάτω από το ζεστό νερό η μορφή του Πάνου ήρθε μπροστά μου και τότε..τότε οι λυγμοί μου έγιναν κραυγές , ο πόνος μου τύψεις και η οργή μου καταρράχτης που έσκαγε στο ίδιο μου το κορμί. Κατάλαβα ότι εκείνη τη νύχτα η ζωή μου άλλαξε και μαζί με ότι έχασα πάνω από όλα έχασα την ευκαιρία να αγαπηθώ και να αγαπήσω..έχασα το Πάνο γα πάντα.