Κυριακή 27 Απριλίου 2014

14η Συνέχεια.


                                          14η συνέχεια

Η Ελπίδα κούρνιασε ακόμα πιο πολύ στην αγκαλιά της Λενιώς, είχε καταφέρει να την κάνει να εξομολογείται τα εσώψυχα της χωρίς καλά καλά να το καταλαβαίνει. Λες και μιλούσε στη μάνα που έχασε ή ακόμα και στον ίδιο της τον εαυτό .
-Σκέπτομαι ότι εκείνη την ημέρα μαζί με τη εξωτερική μου αλλαγή άλλαξε και κάτι μέσα μου.Μόνη στο δωμάτιο μου κοιταζόμουν στο καθρέπτη και σαν την Σταχτοπούτα του παραμυθιού στριφογύριζα μπροστά του και προσπαθούσα με ..με δω από κάθε πλευρά. Εκείνο το βράδυ ονειρεύτηκα το ..πρίγκηπα του κάθε κοριτσίστικου μυαλού, θα με έπαιρνε στην αγκαλιά του..όπως στις ταινίες και με μία αγκαλιά λουλούδια θα μου έλεγε το σ' αγαπώ. Άκουγα τόσο καιρό τις συμμαθήτριες μου να λένε για τα ραντεβουδάκια τους, τα όνειρα τους, τα αγόρια που τους φλέρταραν και μερικές..το πρώτο φιλί.. Κοιμήθηκα λες και είχα βάλει το κεφάλι μου σε ροζ απαλό αέρινο μαξιλάρι που μοσχοβολούσε άρωμα λουλουδιών και αισθημάτων..
Από την επόμενη κι όλας μέρα είδα την αλλαγή στη συμπεριφορά του Αντώνη, του "θείου " μου. Κάποτε ήμουν  αόρατη γι' αυτόν και μάλιστα πολλές φορές με έκανε να νοιώθω παρείσακτη και βάρος. Το πρωινό εκείνο ήταν από τις ελάχιστες φορές που καθίσαμε μαζί στο τραπέζι και μάλιστα η Σοφία που σερβίριζε μου ψιθύρισε μισό γελώντας στο αυτί: 
-Μπα..τιμή μεγάλη μας έκανε ο αφέντης του σπιτιού.
Έτσι ξαφνικά άρχισε να με ρωτάει για το σχολείο μου και μάλιστα ενδιαφέρθηκε και για τη μελλοντική μου επιλογή για επάγγελμα.
- Τι σκέπτεσαι να σπουδάσεις Ελπίδα στο μέλλον,την ρώτησε ενώ συγχρόνως άλειφε με άνεση τη μαρμελάδα στο μπριός ψωμί του. Ξέρεις ότι  η Καίτη κι εγώ βέβαια θα φροντίσουμε όπως μέχρι τώρα και γι' αυτό...
Ένοιωσα αμήχανα, σπάνια μου μιλούσε και σκέφτηκα ότι ίσως το συζητούσε με τη θεία μου αυτό το θέμα. Σε ένα χρόνο που γινόμουν  18 ήξερα ότι θα έπαυε η νομική υποχρέωση τους απέναντι μου.
-Σκέπτομαι για νομική, απάντησα δειλά, έχω καλούς βαθμούς και  έχω ήδη μπει σε στάδιο μελέτης για εξετάσεις..αν περάσω βέβαια..δεν ξέρω αν τα οικονομικά μου μπορέσουν να με βοηθήσουν να σπουδάσω.
Η θεία μου δεν τον άφησε να απαντήσει αφού μπήκε στη συζήτηση με μία διαμαρτυρία ότι και να έφευγα από το σπίτι εκείνοι θα με βοηθούσαν όσο γινόταν φυσικά να βρω δουλειά και να σπουδάσω..
- Τι λες Καίτη, την έκοψε εκείνος, ανεψιά σου είναι και βέβαια μέλος της οικογένειας μας και υποχρέωση μας  και ευχαρίστηση να ήμαστε κοντά της . Και σε παρακαλώ Ελπίδα κόψε αυτό το θείος..με κάνει και αισθάνομαι γέρος, Αντώνη με λένε..
Η θεία μου τον λοξοκοίταξε κι εγώ σηκώθηκα, μουρμούρισα δικαιολογία και έφυγα σαν κυνηγημένη στο δωμάτιο μου. Έκλεισα τη πόρτα πίσω μου και αναρωτήθηκα  αν στο βάθος ήθελα να αυτονομηθώ ή να παραμείνω εδώ..μαζί τους σε ασφάλεια έστω και επιτηρούμενη.
Σε δύο μέρες μετά η μεγάλη μέρα του σπιτιού έφθανε, η Σοφία δεν είχε ευκαιρία ούτε καν να μου μιλήσει.  Η θεία μου άφαντη στα ινστιτούτα κι εγώ με διάβασμα και τη μικρή Έλενα να κουρνιάζει στα πόδια μου σαν σπουργιτάκι. 
-Έλπη σ' αγαπώ..θα με πάρεις βόλτα στο πάρκο;
Το αγαπούσε αυτό το παιδί, ήταν κάτι σαν το αδελφάκι που αποζητούσε πάντα και δεν πρόλαβε να πάρει από τους γονείς της. Οι γονείς της..Θεέ μου..έπαιρνε τη φωτογραφία τους μπροστά της για να τους φέρει στο μυαλό της.Πως μπόρεσε να το κάνει αυτό σε τόσα λίγα χρόνια... Και ο θείος της , τι ξαφνικό ενδιαφέρον ήταν αυτό και νόμιζε ότι περίμενε την ώρα να την ξεφορτωθεί!
Η Ελπίδα με την αθωότητα της σκέψης της δεν μπόρεσε όλες αυτές τις τελευταίες μέρες να παρατηρήσει ότι άρχισε να βλέπει περισσότερο κοντά της τον Αντώνη από ότι παλιά, τυχαία ίσως; ηθελημένα;..μόνον εκείνος και το αρρωστημένο υποσυνείδητο του το ήξερε. 
Ο Αντώνης ξαφνικά άρχισε να πιάνει τον εαυτό του να σκέπτεται τη παιδική νεανική σιλουέτα στη άκρη της σκάλας, έπιασε το μυαλό του μέσα σε σύσκεψη να ψάχνει την απόχρωση που είχαν τα μάτια της. Προσπάθησε να διώξει την εικόνα της εκείνη την ημέρα με ένα ραντεβού με συνοδό πολυτελείας. Δεν ήταν μεγάλος πολύ βρε αδελφέ μου, σκεπτόταν, σε λίγο καιρό θα γινόταν 45 ήταν  μάλιστα νεώτερος από τη γυναίκα του κατά δύο χρόνια. Μέσα του είχε την επιθυμία να ζήσει, να νοιώσει αισθήματα που σαν νέος τα παρέβλεπε τότε ή δεν τα ζούσε σωστά.
 Σκέφτηκε τραβώντας τα μάτια του από την οθόνη του υπολογιστή του και κοιτάζοντας έξω από το παράθυρο του πολυτελούς γραφείου του ότι τη Καίτη τη παντρεύτηκε από έρωτα. Γνωρίστηκαν σε ένα πάρτι και είχε τότε όλα όσο χρειαζόταν όπως πίστευε για μία σύζυγο που χρειαζόταν για τα σχέδια του.
 Καλή οικογένεια, οικονομικά εύπορη, μοναχοκόρη, όμορφη, φιλόδοξη,μορφωμένη , χωρίς πολλές απαιτήσεις από τον άνδρα δίπλα της. 
Την ερωτεύτηκε..ναι..μάλλον..έτσι πρέπει να ήταν..και την παντρεύτηκε σχεδόν αμέσως μόλις τελείωσε τη σχολή του αν και νέος..Όμως στη διαδρομή, στον αγώνα του να αναρριχηθεί ψηλά και να αρπάξει κάθε ευκαιρία στη δουλειά του κάπου εκεί..το μονοπάτι του έρωτα και της συμβίωσης τους απέκτησε  παρακλάδι και ο καθένας τους πήρε ένα διαφορετικό.
Η Καίτη ποτέ δεν του διαμαρτυρήθηκε, της έφθαναν οι ανοιχτές αγκαλιές των φίλων που λόγω εργασίας του είχαν δημιουργήσει, η κοινωνική άνοδος και αποδοχή , η ανεξαρτησία που της έδινε  και οι πολλές  πολυτέλειες που είχε πια. Το παιδί ήρθε ..κατά λάθος και δεν ήταν ο "κρίκος" που είχαν ανάγκη απλά η συμπλήρωση της εικόνας της οικογένειας τους . Είχαν όλα όσα έπρεπε για τη φωτογραφία που έβαλαν στην ασημένια κορνίζα στο τζάκι.
Η Καίτη πήρε από τους γονείς της όλη τη περιουσία που είχαν , ο αδελφός της δεν διεκδίκησε ποτέ κάτι και δεν είχε και δέσιμο μαζί του. Η μικρή Ελπίδα ήταν ξαφνικά μία αιφνίδια ..ενόχληση μα τελικά έγινε και αυτή ένα " αντικείμενο" ακόμη στο σπίτι που έδινε πρεστίζ και κοινωνικό έπαινο κάτι που άρεσε τελικά στη γυναίκα του.
Ο Αντώνης ένοιωσε ενοχή στην αρχή για το ξαφνικό συναίσθημα που ξεπρόβαλε μέσα του για το 17 χρονο κοριτσάκι που αν σκεπτόταν σοβαρά θα μπορούσε να ήταν και κόρη του. Όμως παραδεχόταν ότι πάντα αποζητούσε συνοδούς μικρής ηλικίας γιατί αυτό του άρεσε και τον έκανε να αντλεί νεανικότητα και επιβολή επάνω τους με την άνεση που του έδινε η πείρα και η μορφή "εξουσίας"που ασκούσε στα κορμιά και τη ψυχή τους.
Σκέφτηκε ότι σε μία μέρα θα γινόταν η δεξίωση που ετοίμαζε η γυναίκα του στο σπίτι, στους δρόμους η εορταστική ατμόσφαιρα της Πρωτοχρονιάς ήταν προφανής και..
Σηκώθηκε απότομα, έκλεισε τον υπολογιστή και έκανε κάτι που άλλοτε θα φόρτωνε στη γραμματέα του, πήγε σε γνωστό κοσμηματοπωλείο μόνος του...Με την άνεση που του έδινε η οικονομική του κατάσταση διάλεξε αδιάφορα κάτι το χτυπητό για τη Καίτη, κάτι που ήξερε ότι θα ικανοποιούσε τη φιλαρέσκεια της και θα επαναπαύει τη συζυγική του ιδιότητα και υποχρέωση. 
Μετά..κοίταξε τον γνωστό και εχέμυθο πάντα κοσμηματοπώλη και του είπε:
- Θέλω κάτι ξεχωριστό, νεανικό, μα ιδιαίτερο, κάτι για όλη της τη ζωή..κάτι που να φορά και να της δίνει το αίσθημα της εξουσία και της υπεροχής.. 
Εκείνος σιωπηλά έβγαλε μία μικρή κασετίνα και είπε:
- Ένα όμορφο βραχιόλι που θα φοριέται με οτιδήποτε απλό φόρεμα ή και πολυτελές και θα δίνει τον αέρα του ξεχωριστού αφού είναι μοναδικό!
Στη περιποιημένη παλάμη του Αντώνη εναπόθεσε ένα υπέροχο βραχιόλι. Ένας δράκος με σκαλισμένο κορμί, λεπτός, χωρίς περιττή και κραυγαλέα εμφάνιση μα συγχρόνως με τέτοιο σκάλισμα που τον έκανε ξεχωριστό. Το στόλισμα του ήταν τα διαμάντια στα μάτια του με όνυχα ολόγυρα που τα έκανε σαν αληθινά. Πλατίνα και λίγο χρυσό σκέφτηκε , τέλειο "πάντρεμα"ολόγυρα από ένα νεανικό χέρι. Κούνησε το κεφάλι του με ικανοποίηση..και η πλατινένια κάρτα του έπεσε απάνω στο τραπέζι ..
Η εικόνα της Ελπίδα να το φοράει του έδωσε μέσα του κάτι που είχε ή μάλλον δεν είχε ποτέ αισθανθεί..την αγωνία να το δει φορεμένο στο χέρι της την ώρα που με το γαλαζοπράσινο φόρεμα θα χόρευε στην αγκαλιά του.
(συνεχίζεται)

Τρίτη 22 Απριλίου 2014

13η συνέχεια


- Δεν μπορώ να πω κυρία Λενιώ, είπε η Ελπίδα, ότι ήταν εύκολο για μένα η προσαρμογή στο νέο σπίτι, μαζί με άλλους ανθρώπους που δεν ήταν η οικογένεια μου όμως καταλάβαινα ότι δεν είχα άλλες επιλογές και έκανα κάθε δυνατή προσπάθεια. Το σπίτι πλούσιο σε όλα του, υπηρέτρια για τις δουλειές, κορίτσι για το μωρό να βοηθάει στο μεγάλωμα του, τα ψυγεία τους πάντα γεμάτα..Η θεία μου όλη μέρα έξω με φίλες και ραντεβού σε διάφορες ασχολίες της, ο θείος εξαφανισμένος στις δουλειές του τον βλέπαμε βράδυ, εκνευρισμένο από τις ασχολίες του και πάντα αγέλαστο σαν τη..θεία μου. Τότε έπρεπε να κάνουμε ησυχία για να φάει και να δει τηλεόραση με το τηλεκοντρόλ στο χέρι να αλλάζει αλλεπάλληλα  τα κανάλια .Τους παρακολουθούσα κρυφά και σκεπτόμουν ότι μπορούν κάποιοι άνθρωποι να μένουν δίπλα ο ένας στον άλλο και όμως..να λείπουν!
Εκείνες τις ώρες μου έλειπε το σπίτι μου, οι γονείς μου, η γεμάτη γέλια και πειράγματα αγκαλιά του πατέρα μου και η μητέρα που πηγαινοερχότανε αν και κουρασμένη με τα πιάτα από τη κουζίνα. 
Θα σας φανεί παράξενο μα η δική μου χαρά ήταν τώρα η μικρή Ελένη το μωράκι τους που με λάτρευε γιατί το έσφιγγα στην αγκαλιά μου και το έκανα παιχνίδια.Του μιλούσα για όλα αυτά που είχα στο μυαλό και τη καρδιά μου και το γελάκι του ήταν εκείνο που ζέσταινε τη μέρα μου.
Η συμπεριφορά τους απέναντι μου ήταν σχεδόν αδιάφορη μα καλή, άλλωστε φρόντιζα η παρουσία μου στο σπίτι να είναι σχεδόν..αόρατη ώστε να μη τους εμποδίζω. Σχολείο, φαγητό σπάνια με όλους μαζί συνήθως με τη κυρία Σοφία την γυναίκα του σπιτιού στη κουζίνα που χαιρόταν αφάνταστα τη συντροφιά μου. Τα βράδια που έφευγε η νταντά του μωρού έφτιαχνα ένα σάντουιτς και την περνούσα μαζί του στο δωμάτιο μου διαβάζοντας τα μαθήματα μου και μιλώντας το. Μόλις άρχιζε να μιλάει, άργησε όπως είπε ο γιατρός του και προσπαθώντας να ανέβει στην αγκαλιά μου μου φώναζε με το δικό του τρόπο το όνομα μου:..Έλπη..Έλπη..
Στο σχολείο πάλι με πείσμα ήμουν η καλύτερη σχεδόν μαθήτρια πράγμα που ικανοποιούσε τη θεία μου όταν τη το έλεγαν οι βαθμοί μου.Με είχαν βάλει σε ιδιωτικό σχολείο μα πιστεύω ότι το έκαναν μόνο από..πρεστίζ για το κύκλο τους .Από μισόλογα στο τηλέφωνο καταλάβαινα ότι η παρουσία μου στην οικογένεια τους "ανέβαζε" την εικόνα της οικογένειας τους φίλους και συνεργάτες τους. Ξέχασα να σου πω ότι στο τεράστιο σαλόνι κάνανε συχνά γιορτές σε συνεργάτες του θείου και τις συζύγους τους φίλες της θείας μου..φίλες..λέμε τώρα. Σπάνια κατέβαινα μόνο απλά για να με δείξει σε κάποιες λέγοντας:
 - Τι να γίνει χρυσή μου, το καημένο το ορφανό θα κατέληγε σε ίδρυμα...
Τότε έσφιγγα τις γροθιές μου και έμπηγα τα νύχια στη σάρκα για να μη βγάλω στη γλώσσα μου όσα με βάραιναν με αυτές τις λέξεις.. 
Έτσι πέρασαν τα 4 χρόνια κόντευα στη 2α Λυκείου και πολλές φορές τις νύχτες σκεπτόμουν ότι έπρεπε να κλείσω πολύ τα μάτια και να προσπαθήσω για να φέρω την εικόνα των γονιών μου στα μάτια μου..με πίκραινε και με βάραινε ενοχικά το γεγονός ότι άρχισα να..ξεχνάω..........................................................
Η Ελπίδα είχε πια γίνει ένα ψηλό , όμορφο κορίτσι, λεπτό καλοκαμωμένο μα αδιάφορο για την εμφάνιση του ίσως γιατί ο κόσμος της όλος ήταν σχολείο, σπίτι, δωμάτιο. Φίλες..καμία..απλά γνωριμίες στη τάξη και η αποχή της από τα πάρτυ και τα ενδιαφέροντα των άλλων συμμαθητριών της της στερούσαν το δέσιμο με κάποια από αυτές. 
Όφειλε να πει ότι οι θείοι της φρόντιζαν να γεμίζουν τις ώρες της με καθηγητές για ξένες γλώσσες που η Ελπίδα το εκμεταλλεύτηκε σωστά σαν εφόδιο . Μοναχική ίσως, σχεδόν πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι και με μόνη απασχόληση το 6χρονο κοριτσάκι της οικογένειας. Βόλευε αυτό τους θείους της, η κοπέλα που το φρόντιζε έπαψε να έρχεται και η αγάπη της μικρής σ'αυτήν τους ικανοποιούσε αφού έτσι το φρόντιζε σιωπηλά χωρίς να τους κουράζει.
Όλα άλλαξαν τη τελευταία χρονιά όταν ξαφνικά ο ..θείος ..αντιλήφθηκε ότι εκείνο το κλαμένο φοβισμένο κοριτσάκι είχε γίνει μία νεαρή όμορφη κοπέλα με την αθωότητα του παιδιού ακόμη μέσα της.
Ήταν παραμονές Χριστουγέννων και η θεία της ετοίμαζε πυρετωδώς μία μεγάλη συγκέντρωση σπίτι της.. Ο θείος της είχε πάρει ακόμα μία αντιπροσωπεία στη δουλειά του και έπρεπε να ευχαριστήσει και να γνωριστεί οικογενειακά με τους άλλους μετόχους.
Στο σπίτι γινόταν μία κατάσταση αναβρασμού, λίστες για αγορές, αλλαγές ακόμα και στις κουρτίνες γιατί ..δεν ταίριαζαν πια στη μόδα, ένα τεράστιο φυσικό έλατο, διακοσμητής για το στολισμό του σαλονιού.. Η Ελπίδα με τη μικρή Έλενα ( έτσι της  είπε η θεία της ότι πρέπει να τη φωνάζει..) εξαφανισμένες στο δωμάτιο και απέναντι σε μία  παιδική χαρά για να βρουν την ησυχία τους.
Κάποια στιγμή μπαίνοντας η θεία της την φώναξε ότι την ήθελε να μιλήσουν.. Άφησε τη μικρή στα παιχνίδια της και την ακολούθησε στο δωμάτιο που το είχαν σαν μικρό σαλόνι και όπου οι δύο υπολογιστές τους είχαν τη πρώτη θέση.
-Ελπίδα  βλέπεις τι ετοιμάζουμε, τα θέλω όλα στην εντέλεια και ένα από τα προβλήματα είσαι εσύ..
-Εγώ;..μα τι έκανα θεία μου;
-Απλά μεγάλωσες κορίτσι μου και έχω βαρεθεί να σε βλέπω με φόρμες και τριμμένα τζιν.Δεν σου αρέσει το ωραίος; δεν θέλεις να φροντίζεις την εμφάνιση σου; ίδια η μητέρα σου όταν τη πρωταντίκρυσα με τον αδελφό μου στο σπίτι μας..
Η Ελπίδα έσκυψε το κεφάλι και..έσφιξε ξανά τις γροθιές..
-Λοιπόν, αύριο κι όλας θα σε συνοδέψει η κυρία Νίνα  που ξέρει από αυτά και παρατήρησε την..αόρατη παρουσία σου , σε μία σειρά από αλλαγές που οφείλεις  να κάνεις στον εαυτό σου. Σκέψου τι έλεγαν πίσω από τη πλάτη μας όλες οι γνωστές όταν σε έβλεπαν..
-Μα..δεν χρειάζεται να ξοδευτείτε, μου αρέσουν τα τζιν..είμαι καλά και έτσι..
- Σώπα..δεν θέλω αντίρρηση, είναι μια σημαντική συγκέντρωση για μας  και οφείλει να εμφανιστεί όλη η οικογένεια. Αύριο είπα..αύριο..
Την επόμενη μέρα μία ..ξερακιανή κοκαλιάρα μα σαν εξώφυλλο περιοδικού νεαρή κυρία την κοίταξε μέσα στο σαλόνι με μία  απελπιστική ματιά, αναστέναξε και της άπλωσε το χέρι σε χαιρετισμό.
-Ονομάζομαι Νίνα..έτσι απλά θα με λες και θα φροντίσω να κάνω το ασχημόπαπο κύκνο. Ακολούθησε και δεν θέλω αντιρρήσεις μικρή μου.
Οι επόμενες ώρες ήταν λες και από κάποιο εξωσχολικό βιβλίο που διάβαζε τις ελεύθερες ώρες της , κάτι από ταινία, πάλι αποφάσιζαν για εκείνη ..χωρίς εκείνη.
Την πήγε για πρώτη φορά σε ινστιτούτο που της έκαναν ότι έβλεπε στο διαδίκτυο ή στη τηλεόραση μερικές φορές ή όταν οι φίλες της στο σχολείο καμάρωναν ότι έκαναν με τη μαμά τους. 
Δεν το αρνιόταν ότι το ..απόλαυσε..Καμάρωσε τα υπέροχα νύχια της, γέλασε με τη μάσκα ομορφιάς, τσίριξε με την αποτρίχωση, και έφερε ότι αντίρρηση μπορούσε μάταια να φέρει όταν της έκοψαν τα μαλλιά σε νέο..λουκ!
Ακολούθησε ένας πανικός από στοίβες ρούχων που η τελευταία που διάλεγε ήταν εκείνη.. Της ξεχώρισε μπλουζάκια, παντελόνια , 2 φορέματα, καλτσόν, κολάν, μπουφάν και ένα καλό παλτό νεανικό μα..ιδιαίτερα κομψό είναι αλήθεια. 
- Τώρα πάμε στο φόρεμα της Πρωτοχρονιάτικης βραδιάς που θα φορέσεις..Ένα που θα ξεχωρίζει και θα τονίζει τη νεαρή σου ηλικία και τη γυναίκα που θα γίνεις..
Την έβλεπε να κοιτάζει μία μία τις κρεμάστρες με μία ματιά εξεταστική και συνοφρυωμένη, ήθελε άπειρες φορές να της πει ότι όλα αυτά που κοιτούσε δεν ήταν γι' αυτήν..μα...
-Αυτό, αυτό μάλιστα..πρασινογάλανο σαν τα μάτια σου,μεταξένιο άγγιγμα, απλό μα..γυναικείο, σοβαρό μα ..σε κάνει να βλέπεις αυτά που αγκαλιάζει.. Αυτό..φόρεσε το, θέλω να το δω επάνω σου.
Της το πέταξε στα χέρι και της έδειξε σαν εντολή με το δάχτυλο το δοκιμαστήριο.. Η Ελπίδα υπάκουα μπήκε και ..σε λίγο πρόβαλε δειλά από τη πόρτα του. Η θριαμβευτική ικανοποιημένη ματιά της κας Νίνα της επιβεβαίωσε ότι δεν χωρούσε αντίρρηση. Της πέταξε ένα ζευγάρι πέδιλα με το πρώτο τακούνι που θα φορούσε στη ζωή της και μετά την έσυρε μπροστά στο καθρέπτη.
-Κοίτα..κοίτα..ο κύκνος που έκρυβες..ένας 17 χρονος κύκνος..Θεέ μου πότε πέρασε η ηλικία αυτή σε μένα, δεν θέλω να το σκέπτομαι!
Η Ελπίδα κοίταξε ξαφνιασμένη την εικόνα της στο καθρέπτη, δεν ήταν εκείνη, ήταν μία φιγούρα βγαλμένη από περιοδικό της θείας της. Η γυναίκα που κρύβεται μέσα σε κάθε κορίτσι "έσπασε" το κέλυφος και ξεπρόβαλε μαζί με την αύρα της νεανικής ηλικίας και την αθωότητα της κίνησης..όλα μαζί, ένα πακέτο μπροστά στο καθρέπτη.. Είδε τη ματιά θαυμασμού στα μάτια της πωλήτριας  και στο πρόσωπο ενός συνοδού μιας πελάτισσας που τον τράβηξε με ζήλια από το μπράτσο.. Δεν είμαι εγώ όμως..σκέφτηκε..είμαι όμορφη μα..δεν είμαι εγώ..αν ήταν η μαμά της τι θα έλεγε άραγε; ήταν από τις στιγμές που ένοιωσε την απουσία της ..
- Ένα τελευταίο μένει μικρή μου και είναι κάποια καλλυντικά που θα σου διαλέξω και θα σου δείξω πως να μεταχειρίζεσαι.. κάποιο κόσμημα ίσως..θα δούμε..κάτι απλό. ένα και εντυπωσιακό..
Όταν γύρισαν σπίτι η ώρα ήταν προχωρημένη, και άφησε τη κα Νίνα να μιλάει με τη θεία της και να της κάνει ανάλυση των εξόδων. Μετά άκουσε τη πόρτα να κλείνει πίσω της κι εκείνη ξάπλωσε στο κρεβάτι της με ένα πλήθος πακέτα γύρω της  και ευτυχώς που η μικρή Έλενα κοιμόταν γιατί δεν θα άντεχε άλλη κούραση.
-Ελπίδα ..Ελπίδα, φόρεσε το φόρεμα να σε δω..κόστισε τι διπλάσιο από το ενοίκιο του σπιτιού σου!
Αναστέναξε και φόρεσε ξανά πειθήνια το υπέροχο φόρεμα και σκαρφάλωσε ακόμα μια φορά στα ψηλοτάκουνα πέδιλα.. Έριξε μία τελευταία γρήγορη ματιά στο καθρέπτη και έσιαξε με τα δάκτυλα της τα καλοχτενισμένα μαλλιά που τα είχε χαλάσει λιγάκι ξαπλώνοντας στο κρεβάτι της.
Η θεία της στύλωσε με αδιευκρίνιστο βλέμμα  τα μάτια της στην "άγνωστη" που αντίκριζε στην άκρη της σκάλας.. και ο ήχος της εξώπορτας που χτύπησε πίσω από τον άνδρα της που έμπαινε ούτε καν την έκανε να γυρίσει. Αν γυρνούσε ίσως η έμπειρη ματιά της συζύγου θα έβλεπε καθαρά τη λάμψη του απροσδόκητου στα μάτια του άνδρα της.
Ο Αντώνης κουρασμένος μπήκε στο σαλόνι και η ματιά του καρφώθηκε άθελα του στη 'λάμψη" που έβγαινε  από το νεανικό κορμί της ..άγνωστης Ελπίδας..Μα που πήγε το κοριτσάκι;.. Εκείνο το κλαμένο θλιμμένο πρόσωπο με τη μαθητική σφραγίδα που αναγκάστηκε να δεχθεί σπίτι του ! Που εξαφανίστηκε το άχρωμο εφηβικό πλάσμα με τις φθαρμένες φόρμες και τα σπορτέξ που έφευγε μόλις τον έβλεπε..
-Αντώνη, δεν είναι όμορφη έτσι; είπε η θεία της, τη σουλουπώσαμε για τη βραδιά των καλεσμένων μη λένε ότι την έχουμε σαν.. παραπεταμένο. Ένα σωρό λεφτά ξόδεψα... και της λείπει λέει η Νίνα ένα κόσμημα..κάτι αλλά μα εντυπωσιακό..
 Ο Αντώνης άφωνος. Προσπάθησε να ξεκολλήσει τη ματιά του από την εικόνα της Ελπίδας που τον έκανε να νοιώσει κάτι που είχε ξεχάσει για καιρό πλέον μέσα του. Η γυναίκα του δεν ήταν εδώ και χρόνια  παρά η εικόνα της οικογένεια γι' αυτόν στη δουλειά και τη καριέρα του. Η ερωτική του ζωή καλύπτονταν από πανέμορφες συνοδούς στις εξόδους με άλλους συναδέλφους. Είχε ότι επιθυμούσε στην αγκαλιά του και όποτε το είχε ανάγκη απλά με ένα τσεκ επιταγών και το πολύ με κάποιο ακριβό δώρο.
Το πλάσμα αυτό ήταν ένα νεανικό όνειρο, κάτι που δεν μπορούσε να εντοπίσει τι του γέννησε μέσα του. Πέταξε το παλτό του στα χέρια της οικονόμου τους και προσπάθησε να κάνει τη ματιά και τη φωνή του αδιάφορη πλησιάζοντας στη γυναίκα του.
-Καλή, μπράβο, τα κατάφερες, έτσι έπρεπε , έχεις δίκιο όπως πάντα. Όσο για το κόσμημα ..ας κάνω κάτι κι εγώ..κάτι σαν πρωτοχρονιάτικο δωράκι ας πούμε στη νεαρή μας . Θα πω τη γραμματέα μου αύριο, όσο για σένα αρκετά σε κουράζουμε με τις δικές μου απαιτήσεις καλή μου.Τώρα ετοιμάστε μου για φαγητό κυρία Σοφία είμαι κουρασμένος.
Η θεία της ικανοποιήθηκε από τη τελευταία του παραδοχή της προσφοράς της και δεν επέμενε άλλο.
Η Ελπίδα προσεκτικά γύρισε και προχώρησε προς το δωμάτιο της  μα ένιωσε ότι κάτι θαρρείς ήταν καρφωμένο επάνω της και την βάραινε σαν κακιά πλέον κατάρα..
η 

Παρασκευή 18 Απριλίου 2014

12η συνέχεια


Δεν μπορούσε η μικρή Ελπίδα τις πρώτες μέρες να νοιώσει που πατούσε..ήταν λες και βάδιζε σε έδαφος που σειόταν από αλλεπάλληλους σεισμούς. Έμοιαζε σαν ένα κουτάβι που το παίρνουν από τη θηλή της μάνας του και το πετούν σε αφιλόξενο και άγνωστο μέρος. Πήγαινε σε κάθε γνωστή μορφή που έβλεπε μπροστά της ελπίζοντας ότι θα το πάρει και θα το ξαναβάλει στο ασφαλές του καταφύγιο. 
Τα μάτια της..εκείνα τα μάτια της κλόνιζαν όποιον τα αντίκριζε με αποτέλεσμα να τραβούν τα δικά τους με το φόβο μήπως αναλάβουν μία υποχρέωση που δεν ήθελαν ή δεν μπορούσαν να πάρουν. Κάποιοι γείτονες, κάποιοι γονείς από συμμαθήτριες της, μερικοί δάσκαλοι ένα φιλικό ζευγάρι των γονιών της..Απλώνουν το χέρι, της χαϊδεύουν τα μαλλιά, κάποιες ψιθυριστές λέξεις συμπόνιας και ίσως κάποιο αγκάλιασμα από μερικές κυρίες.
 Η χειρότερη στιγμή όμως ήταν όταν μία άγνωστη νεαρή κυρία  την πήρε στην άκρη μαζί με τη καθηγήτρια της και της εξήγησε ότι έπρεπε να την ακολουθήσει σε ένα χώρο όπου προσωρινά θα έβρισκε "οικογένεια" και φροντίδα μέχρι να επικοινωνήσουν με συγγενείς.
Μέσα της ήθελε να φωνάξει, να τραβήξει το χέρι, να της πει κατάμουτρα ότι δεν ακολουθεί ξένους όμως..δεν είχε κουράγιο ούτε καν να αρθρώσει λέξη ..Παράξενο μα ακόμα και το κλάμα της πια είχε σταματήσει..δεν μπορεί σκεπτόταν..κάποτε θα ξυπνήσει και όλα θα είναι όπως πριν.
Όμως τα πάντα κύλησαν από εκείνη τη μέρα για εκείνη ..χωρίς εκείνη.Ακολούθησε πειθήνια την άγνωστη μα τόσο τρυφερή κυρία, είδε το προσωρινό σπίτι που την υποδέχθηκαν με αγάπη βέβαια ή ίσως οίκτο και αφέθηκε στο ..ποτάμι που τη παρέσυρε στο ρεύμα του. Κύλησαν μέρες κι εκείνη είχε κλειστεί στο καβούκι της σαν στρείδι. Αμίλητη, λιγόφαγη, απομονωμένη από όλους και όλα μα πάντα ευγενική και πειθήνια γιατί ένοιωθε πια ότι αυτός θα ήταν ο μόνος δρόμος για την "επιβίωση "της. Ανακάλυψε ξαφνικά ότι μέσα της έκρυβε μία δύναμη που δεν είχε φανταστεί, μία πλευρά που δεν ήξερε ότι θα έβγαζε στην επιφάνεια, η δύναμη της αυτοσυντήρισης. Τις νύχτες ξαπλωμένη στο κρεβάτι της δίπλα σε άλλα 3 κοριτσάκια που μοιραζόταν μαζί τους το δωμάτιο έκλεινε τα μάτια για να μη δείξει ότι ήταν ξύπνια και μέσα της, το μυαλό της έβαζε τα πράγματα επάνω σε ένα τραπέζι και τα τοποθετούσε σε σειρά. Έπρεπε να υπακούει, να είναι βολική και ευγενική αν ήθελε να περνούν οι μέρες καλά για εκείνη και να βρεθεί ίσως μία λύση για να..να..μα τι λύση μπορούσε να βρεθεί;
Ένας μήνας κύλησε και η λύση των υπευθύνων βρέθηκε.. η δική της ζωή είχε κανονιστεί από ξένους, από ανθρώπους με καλή βέβαια πρόθεση μα..με τη νομική σκληρότητα με την απρόσωπη παρουσία. Εκείνο το πρωινό στη τραπεζαρία τη φώναξε μία συγκάτοικος της ότι την ζητούσαν στο γραφείο της υπεύθυνης και κατάλαβε ότι η ώρα είχε έρθει .
 Η καρδιά της χτυπούσε δυνατά, παγωμένη και πονεμένη, η ψυχή της είχε μείνει πίσω με όσους έχασε..τα πόδια της θαρρείς χωρίς έλεγχο την οδήγησαν έξω από τη πόρτα και το μόνο που την κρατούσε όρθια ήταν η κρυμμένη ..άγνωστη αυτή δύναμη μέσα της. Την ώρα που το σφιγμένο χεράκι χτυπούσε τη ξύλινη επιφάνεια της μέσα στο μυαλό της σαν αστραπή άκουσε τη φωνή της μητέρας της να της λέει με το φιλί της καληνύχτας : 
-Μη φοβάσαι, εγώ θα είμαι πάντα κοντά σου έστω και αν δεν είμαι στο δωμάτιο ..είμαι μαζί σου μωρό μου.
Μέσα στο δωμάτιο αντίκρισε την υπεύθυνη και..τους ανθρώπους που ο πατέρας της της είχε συστήσει σαν..θείους. Η στεγνή ψηλή κυρία με το σφιγμένο χαμόγελο ήταν η αδελφή του πατέρα της και ο άνδρας δίπλα της με το βαριεστημένο ψήφος που ανέδινε έντονα τη λέξη " υποχρέωση" ήταν ο άνδρας της. ήξερε πλέον τι της επιφύλασσε το μέλλον. Κανείς δεν έκανε τη κίνηση να την αγκαλιάσει, μα ούτε κι εκείνη πήγε προς το μέρος τους, κάτι της έλεγε μέσα της ότι η άμυνα θα ήταν πια τρόπος ζωής.
Το δωμάτιο γέμισε από ευγενικές εξηγήσεις νομικής φύσης , κουβέντες γεμάτες καλή πρόθεση, βλέμματα των συγγενών της μεταξύ τους γεμάτα συνεννόηση και το φινάλε τυπικό και με ανακούφιση όλων ότι έκαναν  το καθήκον τους πάνω από κάθε τι. Η Ελπίδα δεν μίλησε καν, έσκυψε το κεφάλι, το κούνησε απλά σε κάθε ερώτηση της υπεύθυνης σαν συγκατάβαση και..τα λιγοστά πράγματα της σε ένα μικρό σάκο. Αυθόρμητα αγκάλιασε αποχαιρετώντας τα άλλα κορίτσια που ξαφνιάστηκαν γ΄αυτό αφού η σιωπή και η απομόνωση της τόσο καιρό τις κρατούσε σε απόσταση και..ακολούθησε το ζευγάρι στο μεγάλο αυτοκίνητο τους. 
Μέσα σ' αυτό στην αρχή δεν μίλησε κανείς μετά λες και οι δύο σκεπτόντουσαν τα ίδια άρχισαν να μιλούν μαζί συγχρόνως..Κοιτάχτηκαν και με ένα νεύμα του άνδρα της η θεία της πήρε το λόγο.
- Όπως καταλαβαίνει νεαρή μου θα μείνεις μαζί μας αφού δεν έχεις άλλους συγγενείς. Φαντάσου ότι αν αρνιώμασταν εμείς θα κατέληγες σε ορφανοτροφείο. Όπως υπογράψαμε αναλαμβάνοντας σε έχουμε τη πλήρη επιμέλεια σου μέχρι τα 18 σου χρόνια , το σπίτι των γονιών σου θα νοικιαστεί και τα έσοδα του θα είναι για τη μόρφωση σου που δεν φθάνουν βέβαια..μα ..Χριστιανοί ήμαστε, κόρη του αδελφού μου..τι να γίνει.. Εκείνο που περιμένω από εσένα είναι να είσαι ένα υπεύθυνο κορίτσι και να προσαρμοστείς χωρίς αντιρρήσεις στο τρόπο ζωής το δικό μας. Θέλω ηρεμία, ευγένεια, όχι καυγάδες και αντιρρήσεις και καλούς τρόπους βέβαια πρώτα από ' όλα. Ο θείος σου ο κύριος Αντώνης είναι γνωστός επιχειρηματίας και φέρνουμε συχνά φίλους και συνεργάτες στο σπίτι μας. όπως καταλαβαίνεις θέλω μία σωστή εικόνα στο σπίτι, κατάλαβες;
Η Ελπίδα κούνησε καταφατικά το κεφάλι της όταν η φωνή του θείου της την ταρακούνησε.
- Μη κουνάς συνέχεια το κεφάλι, στόμα και γλώσσα έχεις νομίζω, δεν σου έμαθαν ότι αυτό δεν είναι ευγενικό επιτέλους;
Μέσα της χοροπήδησε η νεανική της αντίδραση μα η απόφαση που είχε πάρει τις άγρυπνες νύχτες τη προσγείωσε και απάντησε ευγενικά και καθαρά.
-Μάλιστα... θείε.
Είδε τη σπίθα στα μάτια του , λες και περίμενε μία αντίδραση για να ξεσπάσει και ασυναίσθητα μέσα της ένιωσε μία μικρή νίκη που δεν τον ικανοποίησε .Αυτό έκανε τη διαδρομή μέχρι το άγνωστο να της φανεί λίγο καλύτερη. 
Το σπίτι που την οδήγησαν δεν ήταν το ίδιο που ήρθε με τους γονείς της , εκείνο έμαθε ότι ήταν το σπίτι της γιαγιάς της που τώρα πια μετά από το εγκεφαλικό ήταν σε ειδική κλινική μονίμως. Αυτό ήταν διώροφο, με μεγάλη φροντισμένη αυλή και ένα τοίχο ολόγυρα. Χάζεψε με θαυμασμό τα πολλά λουλούδια, τη κούνια με το υπέροχο λουλουδιστό κάλυμμα  και μία γωνιά με ένα κιόσκι καλυμμένο από μία ολάνθιστη τριανταφυλλιά. Κατάλαβε ότι η θεία της ένοιωσε ικανοποίηση από το βλέμμα του θαυμασμού της γιατί για πρώτη φορά έβαλε το χέρι της στον ώμο της . Την οδήγησε στη μεγάλη κεντρική σκάλα με τα λίγα βέβαια σκαλοπάτια που έδινε μία ιδιαίτερη χάρη στο σπίτι και της είπε με ένα χαμόγελο:
-Εδώ θα ζεις όπως βλέπεις, σε ένα υπέροχο σπίτι και όχι χωμένη σε ένα δυάρι με τους γείτονες να βλέπουν τη κάθε σου κίνηση..Ξέχασα να σου πω ότι έχουμε και ένα κοριτσάκι μόλις 2 ετών.
Η Ελπίδα ένιωσε μία χαρά με αυτό το νέο..πάντα ήθελε ένα αδελφάκι και ιδιαίτερα κορίτσι..ίσως αυτό να έκανε την παρουσία της σε αυτό το σπίτι πιο ευχάριστη και το πόνο της πιο υποφερτό. Ανέβηκε με άνεση τα σκαλοπάτια και στάθηκε μπροστά στη υπέροχη σκαλιστή πόρτα με το χρυσό χερούλι που είχε τη μορφή ενός αετού.. Ήξερε ότι πίσω από αυτή τη πόρτα άνοιγε γι' αυτή μία νέα ζωή και έπρεπε να πάρει την απόφαση ότι για να επιζήσει έπρεπε να προσαρμοστεί με κάθε νέα πρόκληση που θα αντιμετώπιζε πίσω της. Η μορφή των γονιών της μπροστά της..το μέλλον της αβέβαιο..η "υποχρέωση " των συγγενών της το μόνο που είχε να αρπαχτεί,όλα πίσω από αυτή τη πόρτα..

Κυριακή 6 Απριλίου 2014

11η συνέχεια



Η Eλπίδα γεννήθηκε στην Αθήνα όπως άρχισε να της λέει και ήταν μόνον 18 ετών.. μόνο 18 ..όπως ακριβώς το φαντάστηκε η Λενιώ. Οι γονείς της δεν έκαναν άλλα παιδιά , δεν πρόλαβαν να κάνουν δηλαδή. Θυμόταν τη μητέρα της  σαν μία γλυκιά φιγούρα ονειρική πλέον όπως τα περισσότερα παιδιά που την χάνουν χωρίς να την χαρούν. Παππούδες δεν είχε από τη μεριά της  γιατί απλούστατα η ίδια μεγάλωσε σε ορφανοτροφείο.. « αγνώστων γονέων» όπως έλεγε με παράπονο και αυτοσαρκασμό  η μητέρα της .Όμως ήταν δυνατή από μικρή και αντιμετώπισε τα πάντα με σθένος, αποφασιστικότητα και  αισιοδοξία. Όταν βγήκε από το ορφανοτροφείο με μία τέχνη άρχισε  να εργάζεται  σε μία βιοτεχνία ένδυσης που την έβαλαν σαν ραφτράκι. 
Είχε επιθυμία να προκόψει και  ρούφαγε τις γνώσεις και τα διδάγματα των παλιών που δούλευαν εκεί μέσα χρόνια το βελόνι. Έγινε λοιπόν καλή στο ράψιμο όπως το σχεδίασε, γρήγορα έπαιρνε και μικροραψήματα και διορθώματα  στο σπίτι της, ευτυχώς  πάντα κάτι της βρισκόταν και έβγαζε τα έξοδα της αφού δεν ήταν και κορίτσι του.. ξοδέματος. Που χρόνος άλλωστε για τέτοια.. Κάποιες φίλες από τη δουλειά, ένα γειτονικό ζευγάρι , μικρές αποδράσεις σε κοντινά μέρη ήταν η διασκέδαση της.
 Γνώρισε τον άνδρα της σε μία τέτοια  εκδρομή που έκανε με φίλες ,καθίσανε μαζί στο λεωφορείο, η μία κουβέντα έφερε την άλλη και είδαν πόσα κοινά είχαν. Τον αγάπησε θαρρείς από τη πρώτη ματιά  και ήταν αμοιβαίο.. Πολλές συναντήσεις τα απογεύματα, αθώα ραντεβού για περιπάτους, ατελείωτες συζητήσεις… ερωτεύτηκαν με όλη τους τη νεανική τρέλα . 
Τα πράγματα γρήγορα σοβάρεψαν και το όνειρο τους να κάνουν οικογένεια νεανική επισφράγιση της αγάπης τους. Στην επιθυμία τους  να ανοίξουν σπίτι όμως βρήκαν τα εμπόδια που ήταν τα προβλέψιμα. 
Η γνωστή ιστορία με τους γονείς του αγοριού που δεν  ήθελαν  την «ξεβράκωτη» νύφη έγινε και σ’ αυτούς μία επανάληψη σκηνών από ελληνική ταινία. Φασαρίες και απειλές, εκβιασμοί και κατάρες, το ζευγάρι όμως παντρεύτηκε παρόλο τις αντίξοες συνθήκες χωρίς να σκεφτεί τίποτε  με λίγους φίλους μόνο αποκομμένο από όλους τους συγγενείς. .
 Το κοριτσάκι τους το γέννησαν τέσσερα χρόνια μετά το γάμο τους γιατί έτσι έπρεπε . Αγωνίστηκαν βλέπεις για καιρό να φτιάξουν τα πάντα μόνοι τους από την αρχή με πείσμα, κόπο και προσπάθεια, είχαν πολλά να αποδείξουν σε όλους.
Ο πατέρας της μικρής Ελπίδας είχε δουλειά πωλητή  σε μία εταιρία αυτοκινήτων ,όμορφος όπως ήταν  ,πρόθυμος ,ομιλητικός  έκανε πολλές πωλήσεις όπως έλεγε με καμάρι.  Η μάνα της πάλι με το βελόνι καλά πια εδραιωμένη  στη τέχνη της  δούλευε συνεχώς χωρίς όμως να αμελεί τον αγαπημένο  και το κοριτσάκι της. Όλα πήγαιναν καλά στο σπίτι τους , τίποτε το φανταχτερό ,μία ζωή απλή, ευτυχισμένη, οικογενειακή και με  σύνεση στα έξοδα τους .Τι χρειάζεται περισσότερο ένα παιδί από την ασφάλεια της αγάπης;
 Το όνειρο των γονιών της ήταν  ένα σπιτάκι που και αυτό το κατάφεραν με κόπο μα και σχεδιασμό. Λίγη επιπλέον  δουλειά στο σπίτι από τη μαμά της  , μία δεύτερη ο πατέρας της μερικά  βράδια σε ένα γραφείο. Σαν τα εργατικά μυρμήγκια μάζευαν στην άκρη χρήματα μετρώντας τα σε χαρτί τα βράδια μια φορά το μήνα που συμπλήρωναν το ποσό . Γρήγορα λοιπόν σχετικά τα κατάφεραν , αγοράσανε ένα μικρό διαμερισματάκι που τόσο λαχταρούσαν  και το  γιόρτασαν λες και ήταν ένα γεγονός κοσμοϊστορικό κι εκείνο ένα παλάτι. .
- Εγώ θα σας το βαπτίσω αυτό το κουκλί , τους είπε γελώντας η κυρία Φανή τότε που γεννήθηκε το κοριτσάκι τους.. Ελπίδα.. η νονά διαλέγει το όνομα … δεν σας αρέσει;  Άκουσε τους γονείς της που συζητούσανε για το όνομα και τους έριξε την ιδέα.
Κοιταχτήκανε γελώντας και συλλαβίσανε το όνομα δυο τρεις φορές.. Ελπίδα.. Ελπίδα.. τι όμορφο που ηχούσε.. όλο.. Ελπίδα!
-Ελπίδα κυρία Φανή…Ελπίδα!
Το νεανικό πονεμένο κορμάκι τεντώθηκε στην αγκαλιά της.. η Λενιώ της χαμογέλασε και την έσφιξε επάνω της για να της δώσει το θάρρος να συνεχίσει και να πάει ίσως στα δύσκολα.
-Μεγάλωσα λοιπόν κυρία Λενιώ  μέχρι τα 12 μου  μέσα σε οικογενειακή  φροντίδα , αγάπη και  όμορφη πολιτισμένη ατμόσφαιρα με τους γονείς μου. Αχ! Πόσες νύχτες αργότερα κοιμήθηκα κλαίγοντας με τη εικόνα αυτή μέσα μου.  Ποτέ δεν τους είδα να μαλώνουν , να ανταλλάσουν έστω και μια κακή κουβέντα.  Θυμάμαι τις βόλτες των γονιών μου στα πάρκα με παιδικές χαρές πιασμένοι χέρι χέρι με μένα στα πόδια τους , και τις νύχτες μετά το φαγητό αγκαλιασμένοι και οι τρεις να βλέπουν κάποιο έργο στη τηλεόραση.
Τους γονείς του πατέρα μου δεν τους γνώρισα ποτέ απλά μια μέρα κρυφάκουσα τους γονείς μου να λένε ότι η αδελφή του πατέρα της παντρεύτηκε χωρίς να τους καλέσει καν. Τότε  η μητέρα μου τον παρηγορούσε λέγοντας του ότι κάποτε θα θελήσουν να γνωρίσουν το μοναδικό τους εγγόνι.. δηλαδή.. αυτήν ..σκέφτηκε. Δύο χρόνια μετά έμαθα ότι πέθανε ο παππούς μου  από καρκίνο και είδε με πόνο το πατέρα της να κλαίει στη κουζίνα και τη μάνα μου  να τον αγκαλιάζει σφιχτά λες και με αυτή την αγκαλιά θα σταματούσε ο πόνος και το παράπονο..
- Σήκω να πάμε , του είπε τότε, ο θάνατος δεν γνωρίζει από έχθρες και εγωισμούς. Ήταν η πρώτη φορά τότε που η μικρή Ελπίδα αντίκρισε τη θεία της.. στη κηδεία του παππού της.. Κανείς δεν τους ειδοποίησε…το έμαθαν από ξένο.. Την έντυσε η μητέρα της και την συμβούλευε σε όλη τη διαδρομή πώς να φερθεί αν την αγκάλιαζαν, πώς να χαιρετήσει, τι να πει  .
 Κανείς δεν την αγκάλιασε όμως.. απλά την κοίταζαν σαν κάτι ξένο , σαν ένα περίεργο ενοχλητικό έντομο ψιθυρίζοντας ο ένας στο αυτί του άλλου. Οι γονείς της ήταν σαν ξένοι ανάμεσα σε όλο αυτό τον κόσμο και η ..θεία της ούτε καν την χάιδεψε όταν ο πατέρας της την πήγε μπροστά της. Τότε έμαθε ο πατέρας της ότι η μητέρα του γιαγιά της ήταν  τους τελευταίους μήνες με εγκεφαλικό κατάκοιτη , γι’ αυτό δεν ήταν και στη κηδεία.
Με το ζόρι του μιλούσανε και απαντούσανε στις ερωτήσεις του. Λίγο μετά τους άκουσε να μαλώνουν και το πατέρα της για πρώτη φορά κατακόκκινο να πιάνει από το χέρι τη μητέρα της κι εκείνη και να φεύγουνε. Μόλις φθάσανε σπίτι την έστειλαν με καλό τρόπο στο δωμάτιο της μα εκείνη μισάνοιξε τη πόρτα και σαν όλα τα περίεργα κοριτσάκι προσπαθούσε να καταλάβει και να πιάσει κάθε τους κουβέντα ανάμεσα στο ξέσπασμα του πατέρα της. Ήξερε ότι έκανε κάτι κακό όμως η περιέργεια της ξεπέρασε τους ηθικές γονικές κατά καιρούς συμβουλές.
- Είχαν να με δούνε 8 χρόνια , καταλαβαίνεις ; Τους έφερα για πρώτη φορά τη γυναίκα και την εγγονή τους και άκου τι σκέφτηκε να μου πει η αδελφή μου.. ποια ; ..η αδελφή μου…ότι μυρίστηκα ότι θα κληρονομήσω κάτι και έτρεξα.. Εγώ.. εγώ που διώχτηκα σαν το σκυλί.. εγώ που δεν καταδέχθηκα να ζητήσω ούτε και αυτά που δίκαια με αναλογούσαν.. Δεν τους έχω ανάγκη ..ορκίζομαι δεν τους έχω ανάγκη , κανένα τους δεν έχω ανάγκη όσο αναπνέω..
Τι μεγάλη κουβέντα είπε ο πατέρας της και πόσο άδικη ήταν η ζωή για ένα τέτοιο καλό άνθρωπο.. Άπειρες φορές το σκέφτηκε μέσα στα δάκρυα της η μικρή Ελπίδα  στα 6 χρόνια μετά γιατί η ζωή ήταν άδικη.. πολλή άδικη μαζί τους. 
Το κακό συναπάντημα της μοίρας βρήκε  τη μάνα της και το πατέρα της λίγο καιρό μετά .. Έτσι ξαφνικά, μέσα σε μία στιγμή τους έχασε για πάντα.Τι χρειάζεται νομίζεις για να αλλάξει μία ολόκληρη ζωή;Έμαθε ότι ήταν οι μόνοι που σκοτώθηκαν στη στάση του λεωφορείου που περίμεναν όταν ένας οδηγός με το φορτηγό του έχασε τον έλεγχο και έπεσε επάνω στο κόσμο που στεκότανε και περίμενε..
 Μόλις την είχαν πάει στο σχολείο εκείνη τη μέρα, η πρώτη της μέρα στο  Γυμνάσιο.. Δεν την άφησαν να πάει με τη φίλη της που έμενε δίπλα, την πήγαν οι ίδιοι στο σχολείο περπατώντας  για να χαρούν  τη διαδρομή όπως παλιά . Στην επιστροφή σκέφτηκαν θα έπαιρναν μαζί  το λεωφορείο , εκείνος για τη δουλειά κι εκείνη να αγοράσει κάτι υλικά ραψίματος.. 
Η τελευταία εικόνα τους ήταν εκείνη πίσω από τα κάγκελα του σχολείου, αγκαλιασμένοι , χαμογελαστοί και τη μητέρα της να της κουνάει κρυφά το χέρι για να μη την δουν οι συμμαθήτριες της και την κοροϊδέψουν όπως τους είχε πει το προηγούμενο βράδυ.
Φαντάστηκε ότι η τελευταία σκέψη τους θα ήτανε γι΄αυτήν σίγουρα . Φαντάστηκε ότι η αγωνία τους για το που την άφηνα θα τους έπνιξε μαζί με το αίμα τους στο κρύο πεζοδρόμιο.. Φαντάστηκε ότι θα σκέπαζαν το πόνο της σάρκας τους από το πόνο της καρδιάς τους που δεν θα την ξανάβλεπαν .
-Δεν κατάλαβαν τίποτα ..της είπε ο καθηγήτρια της που την αγκάλιασε να της πει το άσχημο νέο απεγνωσμένη όταν έμαθε ότι το κοριτσάκι δεν είχε κανένα .Ολόκληρη σύσκεψη έγινε στο γραφείο για να δεχθεί κάποιος να κάνει αυτή τη φοβερή αναγγελία.
Την άκουγε και νόμιζε ότι της μιλούσε για κάποιαν άλλη, δεν ήταν δυνατόν.. πριν λίγο τους χαιρετούσε. Δεν γίνονται αυτά σκέφτηκε καθησυχάζοντας το τρόμο μέσα της. Οι γονείς δεν πεθαίνουν ποτέ.. δεν αφήνουν ποτέ τα παιδιά τους. Η μητέρα της  το έλεγε όταν την φιλούσε τις νύχτες στο κρεβάτι της σκεπάζοντας την .
-Κοιμήσου Ελπίδα μου, μη σε νοιάζει, μη φοβάσαι το σκοτάδι , θα είμαι πάντα κοντά σου να σε προσέχω, ακόμα και όταν δεν είμαι στο δωμάτιο εγώ είμαι κοντά σου κοριτσάκι μου ..να μη το ξεχνάς.
Αδύνατον ,φώναξε στη καθηγήτρια να πέθαναν οι δικοί της γονείς, δεν θα την άφηναν ποτέ της μόνη, της το είχαν πει και δεν έλεγαν ποτέ ψέματα.. Γιατί κλαίτε κυρία ;.. μη κλαίτε σας παρακαλώ με τρομάζετε. Λάθος κάνετε.. δεν μιλάτε για τους δικούς μου γονείς.. 
Ένιωθε από τότε ότι ο χρόνος σταμάτησε στην αγκαλιά εκείνης της καλής γυναίκα που τις επόμενες μέρες στάθηκε δίπλα της όσο μπορούσε και όσο της επέτρεψαν τα.. όρνεα που ήρθαν να ξεσκίσουν μετά από τη ψυχή και τη σάρκα της.

- Η ζωή μου , η ευτυχία μου, η αθωότητα μου , τα πάντα σταμάτησαν εκείνο το πρωινό κυρία Λενιώ, όπως το παραμύθι με τη κακή απρόσκλητη μάγισσα που πάγωσε το βασίλειο και το σκέπασε με αγκάθια για 100 χρόνια. Μόνο που το δικό μου παραμύθι δεν είχε πρίγκιπα, φιλί και  επανόρθωση, όλα όσα έζησα μέχρι εκείνη τη στιγμή έγιναν η μόνη υγιής και ευτυχισμένη  ανάμνηση για πάντα στα επόμενα 6 χρόνια μου.

(συνεχίζεται)